περικλεής: Difference between revisions
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
(6_7) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περικλεής''': -ές, - [[περικλειτός]], [[περίφημος]], [[ἔνδοξος]], Ἀνθ. Π. 7. 119, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1069. | |lstext='''περικλεής''': -ές, - [[περικλειτός]], [[περίφημος]], [[ἔνδοξος]], Ἀνθ. Π. 7. 119, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1069. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />[[τρισένδοξος]], πολύ φημισμένος, [[ξακουστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλέος]] «[[δόξα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>επι</i>-<i>κλεής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A = περικλειτός, AP7.119, A.R.1.1069 : irreg. Sup. -κληέστατος Epic. in BKT 5(1).85 (iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 579] ές, rings berühmt, Ep. ad. 513 (VII, 119).
Greek (Liddell-Scott)
περικλεής: -ές, - περικλειτός, περίφημος, ἔνδοξος, Ἀνθ. Π. 7. 119, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1069.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
τρισένδοξος, πολύ φημισμένος, ξακουστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κλεής (< κλέος «δόξα»), πρβλ. επι-κλεής].