λαμπροειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
(6_7)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λαμπροειδής''': -ές, ὁ λαμπρὸς φαινόμενος, Ἀθανάσ.
|lstext='''λαμπροειδής''': -ές, ὁ λαμπρὸς φαινόμενος, Ἀθανάσ.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[λαμπροειδής]], -ές) [[λαμπρός]]<br />αυτός που φαίνεται [[λαμπρά]], [[καθαρά]].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπροειδής Medium diacritics: λαμπροειδής Low diacritics: λαμπροειδής Capitals: ΛΑΜΠΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: lamproeidḗs Transliteration B: lamproeidēs Transliteration C: lamproeidis Beta Code: lamproeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A bright-looking, v.l. for λαμπρός in Gal.UP8.6.

German (Pape)

[Seite 12] ές, glänzend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπροειδής: -ές, ὁ λαμπρὸς φαινόμενος, Ἀθανάσ.

Greek Monolingual

-ές (Α λαμπροειδής, -ές) λαμπρός
αυτός που φαίνεται λαμπρά, καθαρά.