καταμφικαλύπτω: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταμφικαλύπτω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἀμφικαλ-, περιθέτω, [[περιβάλλω]] ὡς [[κάλυμμα]] (ἡ κατὰ ἐν τμήσει), κεφαλῇ δὲ κατὰ [[ῥάκος]] ἀμφικαλύψας Ὀδ. Ξ. 349.
|lstext='''καταμφικαλύπτω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἀμφικαλ-, περιθέτω, [[περιβάλλω]] ὡς [[κάλυμμα]] (ἡ κατὰ ἐν τμήσει), κεφαλῇ δὲ κατὰ [[ῥάκος]] ἀμφικαλύψας Ὀδ. Ξ. 349.
}}
{{bailly
|btext=recouvrir complètement.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀμφικαλύπτω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμφικᾰλύπτω Medium diacritics: καταμφικαλύπτω Low diacritics: καταμφικαλύπτω Capitals: ΚΑΤΑΜΦΙΚΑΛΥΠΤΩ
Transliteration A: katamphikalýptō Transliteration B: katamphikalyptō Transliteration C: katamfikalypto Beta Code: katamfikalu/ptw

English (LSJ)

strengthd. for ἀμφικαλ-,

   A put all round, κεφαλῇ δὲ κατὰ ῥάκος ἀμφικαλύψας Od.14.349.

German (Pape)

[Seite 1364] = ἀμφικαλύπτω; als Tmesis rechnet man hierher Od. 14, 349 κεφαλῇ δὲ κατὰ ῥάκος ἀμφικαλύψας.

Greek (Liddell-Scott)

καταμφικαλύπτω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἀμφικαλ-, περιθέτω, περιβάλλω ὡς κάλυμμα (ἡ κατὰ ἐν τμήσει), κεφαλῇ δὲ κατὰ ῥάκος ἀμφικαλύψας Ὀδ. Ξ. 349.

French (Bailly abrégé)

recouvrir complètement.
Étymologie: κατά, ἀμφικαλύπτω.