ἔρυσις: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(6_8) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔρυσις''': -εως, ἡ, ([[ἐρύω]]) [[ἕλκυσις]], «τράβηγμα», νεῶν ἐρύσεις ἐκ θαλάσσης ἄνω Μαξ. Τύρ. 19. 4· ἐν Φίλωνι 1. 602 ἡμαρτημένη γραφὴ ἀντὶ ὄρουσις. | |lstext='''ἔρυσις''': -εως, ἡ, ([[ἐρύω]]) [[ἕλκυσις]], «τράβηγμα», νεῶν ἐρύσεις ἐκ θαλάσσης ἄνω Μαξ. Τύρ. 19. 4· ἐν Φίλωνι 1. 602 ἡμαρτημένη γραφὴ ἀντὶ ὄρουσις. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἔρυσις]], ἡ (Α) [[[ερύω]] (I)] το [[τράβηγμα]], η [[έλκυση]] («νεῶν ἐρύσεις», Μάξ. Τύρ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:33, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἐρύω A)
A a drawing, νεῶν Max.Tyr.19.4 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1037] ἡ, das Ziehen, Max. Tyr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρυσις: -εως, ἡ, (ἐρύω) ἕλκυσις, «τράβηγμα», νεῶν ἐρύσεις ἐκ θαλάσσης ἄνω Μαξ. Τύρ. 19. 4· ἐν Φίλωνι 1. 602 ἡμαρτημένη γραφὴ ἀντὶ ὄρουσις.
Greek Monolingual
ἔρυσις, ἡ (Α) [[[ερύω]] (I)] το τράβηγμα, η έλκυση («νεῶν ἐρύσεις», Μάξ. Τύρ.).