ἀπαναισχυντέω: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι → those living in an oligarchy or a tyranny

Source
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαναισχυντέω''': ἔχω τὴν ἀναίδειαν νὰ εἴπω ἢ πράξω τι, τοῦτο οὐχ οἷοι τε ἐγένοντο ἀπαναισχυντῆσαι ὡς…, Πλάτ. Ἀπολ. 31C. ΙΙ. ἀρνοῦμαι ἀναισχύντως, Δημ. 850. 17.
|lstext='''ἀπαναισχυντέω''': ἔχω τὴν ἀναίδειαν νὰ εἴπω ἢ πράξω τι, τοῦτο οὐχ οἷοι τε ἐγένοντο ἀπαναισχυντῆσαι ὡς…, Πλάτ. Ἀπολ. 31C. ΙΙ. ἀρνοῦμαι ἀναισχύντως, Δημ. 850. 17.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />nier impudemment.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀναισχυντέω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαναισχυντέω Medium diacritics: ἀπαναισχυντέω Low diacritics: απαναισχυντέω Capitals: ΑΠΑΝΑΙΣΧΥΝΤΕΩ
Transliteration A: apanaischyntéō Transliteration B: apanaischynteō Transliteration C: apanaischynteo Beta Code: a)panaisxunte/w

English (LSJ)

   A behave with effrontery, c. acc. cogn., ἀ. τοῦτο Pl. Ap.31b; c. inf., Alex.Aphr.in Top.524.5: abs., D.29.20, cf. 54.33; put away shame, Hld.8.5.

German (Pape)

[Seite 277] unverschämt genug sein, um zu.., sequ. ὡς, Plat. Apol. 31 b; absolut, Dem. 29, 20, unverschämt auffahren.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαναισχυντέω: ἔχω τὴν ἀναίδειαν νὰ εἴπω ἢ πράξω τι, τοῦτο οὐχ οἷοι τε ἐγένοντο ἀπαναισχυντῆσαι ὡς…, Πλάτ. Ἀπολ. 31C. ΙΙ. ἀρνοῦμαι ἀναισχύντως, Δημ. 850. 17.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
nier impudemment.
Étymologie: ἀπό, ἀναισχυντέω.