τρέψις: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(6_8) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρέψις''': -εως, ἡ, [[τροπή]], «[[τέρψις]] δέ, [[οἷον]] [[τρέψις]], προτροπὴ τῆς ψυχῆς, ἐπὶ τὸ ἀνειμένον» Διογ. Λ. 7. 114. | |lstext='''τρέψις''': -εως, ἡ, [[τροπή]], «[[τέρψις]] δέ, [[οἷον]] [[τρέψις]], προτροπὴ τῆς ψυχῆς, ἐπὶ τὸ ἀνειμένον» Διογ. Λ. 7. 114. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εως, ἡ, Α [[τρέπω]]<br />[[τροπή]] («[[τέρψις]] δέ, [[οἷον]] [[τρέψις]], προτροπὴ τῆς ψυχῆς ἐπὶ τὸ ἀνειμένον», Διογ. Λαέρ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:41, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A turning, τέρψις, οἷον τρέψις, προτροπή τις ψυχῆς ἐπὶ τὸ ἀνειμένον D.L.7.114.
German (Pape)
[Seite 1138] ἡ, Wendung, D. L. 7, 114.
Greek (Liddell-Scott)
τρέψις: -εως, ἡ, τροπή, «τέρψις δέ, οἷον τρέψις, προτροπὴ τῆς ψυχῆς, ἐπὶ τὸ ἀνειμένον» Διογ. Λ. 7. 114.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, Α τρέπω
τροπή («τέρψις δέ, οἷον τρέψις, προτροπὴ τῆς ψυχῆς ἐπὶ τὸ ἀνειμένον», Διογ. Λαέρ.).