τρέψις
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
-εως, ἡ, turning, τέρψις, οἷον τρέψις, προτροπή τις ψυχῆς ἐπὶ τὸ ἀνειμένον D.L.7.114.
German (Pape)
[Seite 1138] ἡ, Wendung, D. L. 7, 114.
Russian (Dvoretsky)
τρέψις: εως ἡ поворот Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
τρέψις: -εως, ἡ, τροπή, «τέρψις δέ, οἷον τρέψις, προτροπὴ τῆς ψυχῆς, ἐπὶ τὸ ἀνειμένον» Διογ. Λ. 7. 114.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, Α τρέπω
τροπή («τέρψις δέ, οἷον τρέψις, προτροπὴ τῆς ψυχῆς ἐπὶ τὸ ἀνειμένον», Διογ. Λαέρ.).