ἀμαύρωσις: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
(6_8)
(big3_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμαύρωσις''': -εως, ἡ, [[ἐπισκότισις]], ὀμμάτων ἀμ., [[ὅταν]] ἀρχίσῃ τις νὰ μὴ βλέπῃ σαφῶς, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 154: παρὰ μεταγ., ἡ παντελὴς [[ἐπισκότισις]] τῆς ὄψεως [[ἄνευ]] φανερᾶς αἰτίας, Γαλην. 14. 776. 2) ἡ [[ἀμβλύτης]], ἡ [[νωθρότης]] τοῦ νοῦ, ὡς συμβαίνει ἐν τῇ πρεσβυτικῇ ἡλικίᾳ, «ἡ τοῦ [[γήρως]] λάρησις» (Ἀρετ.), «ξεμώραμα» (Κοραῆς), Ἀριστ. Περὶ Ψυχ. 1. 4.13. ΙΙ. [[δυσφημία]] κατὰ τῆς [[τιμῆς]] ἢ τῆς ὑπολήψεώς τινος, Πλούτ. 2. 149Α.
|lstext='''ἀμαύρωσις''': -εως, ἡ, [[ἐπισκότισις]], ὀμμάτων ἀμ., [[ὅταν]] ἀρχίσῃ τις νὰ μὴ βλέπῃ σαφῶς, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 154: παρὰ μεταγ., ἡ παντελὴς [[ἐπισκότισις]] τῆς ὄψεως [[ἄνευ]] φανερᾶς αἰτίας, Γαλην. 14. 776. 2) ἡ [[ἀμβλύτης]], ἡ [[νωθρότης]] τοῦ νοῦ, ὡς συμβαίνει ἐν τῇ πρεσβυτικῇ ἡλικίᾳ, «ἡ τοῦ [[γήρως]] λάρησις» (Ἀρετ.), «ξεμώραμα» (Κοραῆς), Ἀριστ. Περὶ Ψυχ. 1. 4.13. ΙΙ. [[δυσφημία]] κατὰ τῆς [[τιμῆς]] ἢ τῆς ὑπολήψεώς τινος, Πλούτ. 2. 149Α.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[oscurecimiento]], [[debilidad]]del sol περὶ τὰς ἀκτῖνας Sch.Arat.869M.<br /><b class="num">•</b>de los sentidos ὀμμάτων Hp.<i>Coac</i>.221, <i>Prorrh</i>.1.113, cf. Gal.14.776, 16.609, Plu.<i>Ant</i>.71<br /><b class="num">•</b>de la mente ἐν τῷ γήρᾳ Arist.<i>de An</i>.408<sup>b</sup>20, τῶν γερόντων Diog.Oen.57.1.5, cf. Thd.<i>Am</i>.5.26<br /><b class="num">•</b>tanto de la vista como de la mente, I.<i>AI</i> 9.57, 2<i>Ep.Clem</i>.1.6<br /><b class="num">•</b>τῶν χρηστηρίων Plu.2.411e.<br /><b class="num">2</b> [[conjuro que hace invisible]], <i>PMag</i>.1.222, 247.<br /><b class="num">3</b> [[rebajamiento]], [[humillación]] Plu.2.149a.<br /><b class="num">4</b> [[destrucción]] como otro n. de la [[cicuta]] Ps.Dsc.4.78.<br /><b class="num">II</b> astrol. [[amaurosis]] n. de la octava casa del [[δωδεκάωρος]] <i>Cat.Cod.Astr</i>.8(4).161.
}}
}}

Revision as of 12:06, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμαύρωσις Medium diacritics: ἀμαύρωσις Low diacritics: αμαύρωσις Capitals: ΑΜΑΥΡΩΣΙΣ
Transliteration A: amaúrōsis Transliteration B: amaurōsis Transliteration C: amayrosis Beta Code: a)mau/rwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A darkening, ὀμμάτων ἀ. becoming dull of sight, Hp.Coac.221: later, complete hindrance to sight without any visible cause, Gal.14.776.    2 dulling, as of mind in old age, Arist. de An.408b20, cf. Diog.Oen.Fr.70 (pl.).    3 spell which renders invisible, PMag.Berol.1.222a,247.    II lowering, detraction, Plu.2.149a.    III = κώνειον, Ps.-Dsc.4.78.    IV Astrol., name for eighth τόπος of the δωδεκάωρος, Cat.Cod.Astr.8(4).161.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαύρωσις: -εως, ἡ, ἐπισκότισις, ὀμμάτων ἀμ., ὅταν ἀρχίσῃ τις νὰ μὴ βλέπῃ σαφῶς, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 154: παρὰ μεταγ., ἡ παντελὴς ἐπισκότισις τῆς ὄψεως ἄνευ φανερᾶς αἰτίας, Γαλην. 14. 776. 2) ἡ ἀμβλύτης, ἡ νωθρότης τοῦ νοῦ, ὡς συμβαίνει ἐν τῇ πρεσβυτικῇ ἡλικίᾳ, «ἡ τοῦ γήρως λάρησις» (Ἀρετ.), «ξεμώραμα» (Κοραῆς), Ἀριστ. Περὶ Ψυχ. 1. 4.13. ΙΙ. δυσφημία κατὰ τῆς τιμῆς ἢ τῆς ὑπολήψεώς τινος, Πλούτ. 2. 149Α.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I 1oscurecimiento, debilidaddel sol περὶ τὰς ἀκτῖνας Sch.Arat.869M.
de los sentidos ὀμμάτων Hp.Coac.221, Prorrh.1.113, cf. Gal.14.776, 16.609, Plu.Ant.71
de la mente ἐν τῷ γήρᾳ Arist.de An.408b20, τῶν γερόντων Diog.Oen.57.1.5, cf. Thd.Am.5.26
tanto de la vista como de la mente, I.AI 9.57, 2Ep.Clem.1.6
τῶν χρηστηρίων Plu.2.411e.
2 conjuro que hace invisible, PMag.1.222, 247.
3 rebajamiento, humillación Plu.2.149a.
4 destrucción como otro n. de la cicuta Ps.Dsc.4.78.
II astrol. amaurosis n. de la octava casa del δωδεκάωρος Cat.Cod.Astr.8(4).161.