δωδεκάωρος
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
δωδεκάωρον,
A of twelve hours, Secund.Sent.4, S.E.M.10.182.
II δωδεκάωρος, ἡ, circle of twelve animal figures typifying the double hours of the Chaldaean νυχθήμερον, Teucerin Cat.Cod. Astr.7.195, al.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): δυωδεκάωρος Io.Gaz.1.315
1 de doce horas, διαδρομή ref. al día, Secund.Sent.4, ἡμέρα S.E.M.10.182
•que trae consigo las doce horas de la Aurora, Io.Gaz.l.c.
2 subst. ἡ δ. círculo de doce figuras de anim. que tipifican las horas dobles del νυχθήμερον caldeo, Teucer en Cat.Cod.Astr.7.195.11.
German (Pape)
[Seite 694] zwölfstündig; Sext. Emp. adv. math. 10, 182; τό, eine Zeit von zwölf Stunden, Schol. Ap. Rh. 4. 961.
Russian (Dvoretsky)
δωδεκάωρος: двенадцатичасовой (ἡμέρα Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκάωρος: -ον, ὁ ἐκ δώδεκα ὡρῶν ἀποτελούμενος, ἡμέρα Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 182.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δωδεκάωρος, -ον)
1. αυτός που διαρκεί δώδεκα ώρες
2. το ουδ. ως ουσ. το δωδεκάωρο(ν)
χρονικό διάστημα δώδεκα ωρών.