κοίμισις: Difference between revisions
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(6_8) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοίμῐσις''': -εως, ἡ, = [[κοιμισμός]], Α. Β. 756. | |lstext='''κοίμῐσις''': -εως, ἡ, = [[κοιμισμός]], Α. Β. 756. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοίμισις]], ἡ (Α) [[κοιμίζω]]<br /><b>1.</b> η αποκοίμηση, το αποκοίμισμα<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> η [[μεταβολή]] του οξέος τόνου σε [[βαρύ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A putting to sleep, IG12(5).329 (Paros, unless written for -ησις). II softening of the accent, Sch.D.T.p.23 H.:
German (Pape)
[Seite 1467] ἡ, das in Schlaf Bringen; bei B. A. 756 das Verwandeln des Acut in den Gravis.
Greek (Liddell-Scott)
κοίμῐσις: -εως, ἡ, = κοιμισμός, Α. Β. 756.
Greek Monolingual
κοίμισις, ἡ (Α) κοιμίζω
1. η αποκοίμηση, το αποκοίμισμα
2. γραμμ. η μεταβολή του οξέος τόνου σε βαρύ.