ὑπέρχυσις: Difference between revisions

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπέρχῠσις''': -εως, ἡ, ξεχείλισμα, ἡ πηγὴ ὑπερέκχυσιν εἰς τὸν ποταμὸν λαμβάνει, ἡ πηγὴ ὑπερχειλεῖ καὶ χύνεται εἰς τὸν ποταμόν, Στράβ. 743, Πλούτ. 2. 502Α, κλπ.
|lstext='''ὑπέρχῠσις''': -εως, ἡ, ξεχείλισμα, ἡ πηγὴ ὑπερέκχυσιν εἰς τὸν ποταμὸν λαμβάνει, ἡ πηγὴ ὑπερχειλεῖ καὶ χύνεται εἰς τὸν ποταμόν, Στράβ. 743, Πλούτ. 2. 502Α, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />débordement, inondation.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερχέω]].
}}
}}

Revision as of 19:22, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρχῠσις Medium diacritics: ὑπέρχυσις Low diacritics: υπέρχυσις Capitals: ΥΠΕΡΧΥΣΙΣ
Transliteration A: hypérchysis Transliteration B: hyperchysis Transliteration C: yperchysis Beta Code: u(pe/rxusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A overflow, Eratosth. ap. Str.16.1.15, Plu.2.502a, Philum.Ven.20.2, etc.

German (Pape)

[Seite 1204] ἡ, das Uebergießen, Ueberschwemmung, Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρχῠσις: -εως, ἡ, ξεχείλισμα, ἡ πηγὴ ὑπερέκχυσιν εἰς τὸν ποταμὸν λαμβάνει, ἡ πηγὴ ὑπερχειλεῖ καὶ χύνεται εἰς τὸν ποταμόν, Στράβ. 743, Πλούτ. 2. 502Α, κλπ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
débordement, inondation.
Étymologie: ὑπερχέω.