πυρόμαντις: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(6_8) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῠρόμαντις''': -εως, ὁ, καὶ ἡ, διάφ. γραφ. ἀντὶ τυρ-, Ἀρτεμ. 2. 69· - πῠρο-[[μαντεία]], ἡ, τὸ μαντεύεσθαι διὰ τοῦ [[πυρός]], Βöckh Exph. Pind. σ. 152. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537. | |lstext='''πῠρόμαντις''': -εως, ὁ, καὶ ἡ, διάφ. γραφ. ἀντὶ τυρ-, Ἀρτεμ. 2. 69· - πῠρο-[[μαντεία]], ἡ, τὸ μαντεύεσθαι διὰ τοῦ [[πυρός]], Βöckh Exph. Pind. σ. 152. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-άντεως, ο, και [[πυρόμαντις]], -άντιδος, ἡ, ΝΜΑ, και πυρομάντης και θηλ. πυρομάντισσα Ν<br />αυτός που προφητεύει το [[μέλλον]] στηριζόμενος σε παρατηρήσεις της φωτιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i>, [[πυρός]] <span style="color: red;">+</span> [[μάντις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ὁ, and η,
A fire-diviner, v.l. for τυρ-, Artem.2.69.
German (Pape)
[Seite 823] ὁ, ἡ, der aus dem Feuer Wahrsagende, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρόμαντις: -εως, ὁ, καὶ ἡ, διάφ. γραφ. ἀντὶ τυρ-, Ἀρτεμ. 2. 69· - πῠρο-μαντεία, ἡ, τὸ μαντεύεσθαι διὰ τοῦ πυρός, Βöckh Exph. Pind. σ. 152. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.
Greek Monolingual
-άντεως, ο, και πυρόμαντις, -άντιδος, ἡ, ΝΜΑ, και πυρομάντης και θηλ. πυρομάντισσα Ν
αυτός που προφητεύει το μέλλον στηριζόμενος σε παρατηρήσεις της φωτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ, πυρός + μάντις.