πόθησις: Difference between revisions
From LSJ
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
(6_8) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πόθησις''': ἡ = [[ποθή]], Συλλ. Ἐπιγρ, 1988b. A. 4, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 240. | |lstext='''πόθησις''': ἡ = [[ποθή]], Συλλ. Ἐπιγρ, 1988b. A. 4, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 240. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[ποθώ]]<br /><b>1.</b> [[πόθος]], σφοδρή [[επιθυμία]]<br /><b>2.</b> [[ανάμνηση]] με [[αγάπη]] και [[νοσταλγία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = ποθή, Sch.D Il.1.240.
German (Pape)
[Seite 645] ἡ, das Wünschen, Sehnen, Lieben, Schol. Il. 1, 240.
Greek (Liddell-Scott)
πόθησις: ἡ = ποθή, Συλλ. Ἐπιγρ, 1988b. A. 4, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 240.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α ποθώ
1. πόθος, σφοδρή επιθυμία
2. ανάμνηση με αγάπη και νοσταλγία.