μικρύνω: Difference between revisions
From LSJ
ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῑκρύνω''': ἢ σμικρ-, [ῡ], [[κάμνω]] τι σμικρόν, ἐλαττώνω, Δημ. Φαλ. 236. 2) [[γράφω]] διὰ τοῦ ο (καὶ οὐχὶ διὰ τοῦ ω), Εὐστ. 68. 1, Ζωναρ. Λεξ. 861. | |lstext='''μῑκρύνω''': ἢ σμικρ-, [ῡ], [[κάμνω]] τι σμικρόν, ἐλαττώνω, Δημ. Φαλ. 236. 2) [[γράφω]] διὰ τοῦ ο (καὶ οὐχὶ διὰ τοῦ ω), Εὐστ. 68. 1, Ζωναρ. Λεξ. 861. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> rapetisser;<br /><b>2</b> écrire avec un omicron.<br />'''Étymologie:''' [[μικρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:29, 9 August 2017
English (LSJ)
or σμικρ-,
A belittle, Demetr.Eloc.236. 2 make small, lessen, Dsc.Eup.1.154, Gal.18(1).77. 3 write with a short vowel, σμικρυνθέντος τοῦ ο Eust.68.1, cf. Zonar. s.v.ἔρον.
German (Pape)
[Seite 185] klein machen, verkleinern, Sp. Vgl. σμικρύνω.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρύνω: ἢ σμικρ-, [ῡ], κάμνω τι σμικρόν, ἐλαττώνω, Δημ. Φαλ. 236. 2) γράφω διὰ τοῦ ο (καὶ οὐχὶ διὰ τοῦ ω), Εὐστ. 68. 1, Ζωναρ. Λεξ. 861.
French (Bailly abrégé)
1 rapetisser;
2 écrire avec un omicron.
Étymologie: μικρός.