κίγκλισις: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
(6_8) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κίγκλῐσις''': -εως, ἡ, ταχεῖα, ἐξαφνικὴ [[κίνησις]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 833· οὕτω κιγκλισμός, ὁ, [[αὐτόθι]] 791. | |lstext='''κίγκλῐσις''': -εως, ἡ, ταχεῖα, ἐξαφνικὴ [[κίνησις]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 833· οὕτω κιγκλισμός, ὁ, [[αὐτόθι]] 791. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κίγκλισις]], -εως, ιων. γεν. -ιος, ἡ (Α) [[κιγκλίζω]] (II)]<br />[[ταχεία]], ξαφνική [[κίνηση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A quick, jerking movement, Hp.Art.71.
German (Pape)
[Seite 1436] ἡ, häufige, schnelle Bewegung, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
κίγκλῐσις: -εως, ἡ, ταχεῖα, ἐξαφνικὴ κίνησις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 833· οὕτω κιγκλισμός, ὁ, αὐτόθι 791.
Greek Monolingual
κίγκλισις, -εως, ιων. γεν. -ιος, ἡ (Α) κιγκλίζω (II)]
ταχεία, ξαφνική κίνηση.