μισγάγκεια: Difference between revisions

From LSJ

Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings

Source
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μισγάγκεια''': ἡ, ([[μίσγω]], [[ἄγκος]]) [[τόπος]] [[ἔνθα]] δύο ἢ πλείονες φάραγγες ὀρέων ἑνοῦνται καὶ εἰς ὃν τὰ ὕδατα αὐτῶν [[πανταχόθεν]] εἰσορμῶσιν, ὡς δ’ ὃτε χείμαρροι... ἐς μισγάγκειαν συμβάλετον..., [[ὕδωρ]] Ἰλ. Δ. 453· ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, [[συνάγκεια]]· μεταφ. μ. κακῶν Δαμασκ. παρὰ τῷ Σουΐδ.
|lstext='''μισγάγκεια''': ἡ, ([[μίσγω]], [[ἄγκος]]) [[τόπος]] [[ἔνθα]] δύο ἢ πλείονες φάραγγες ὀρέων ἑνοῦνται καὶ εἰς ὃν τὰ ὕδατα αὐτῶν [[πανταχόθεν]] εἰσορμῶσιν, ὡς δ’ ὃτε χείμαρροι... ἐς μισγάγκειαν συμβάλετον..., [[ὕδωρ]] Ἰλ. Δ. 453· ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, [[συνάγκεια]]· μεταφ. μ. κακῶν Δαμασκ. παρὰ τῷ Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> vallon où se réunissent les eaux de plusieurs torrents;<br /><b>2</b> <i>pudenda muliebria</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μίσγω]], [[ἄγκος]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισγάγκεια Medium diacritics: μισγάγκεια Low diacritics: μισγάγκεια Capitals: ΜΙΣΓΑΓΚΕΙΑ
Transliteration A: misgánkeia Transliteration B: misgankeia Transliteration C: misgagkeia Beta Code: misga/gkeia

English (LSJ)

ἡ, (μίσγω, ἄγκος)

   A meeting of glens, meeting of the waters, ὡς δ' ὅτε . . ποταμοὶ . . ἐς μισγάγκειαν συμβάλλετον . . ὕδωρ Il.4.453: metaph., Gal.Nat.Fac.1.2, Alex.Aphr.Pr.1.46; ποιητικὴ μ. Pl. Phlb.62d, Dam.Pr.113; μ. κακῶν Id. ap. Suid. s.v. Εὐπείθιον.

German (Pape)

[Seite 189] ἡ, eine Bergschlucht, wo die Bergströme von allen Seiten zusammenlaufen u. sich vermischen, Il. 4, 453, dem folgdn χαράδρα entsprechend.

Greek (Liddell-Scott)

μισγάγκεια: ἡ, (μίσγω, ἄγκος) τόπος ἔνθα δύο ἢ πλείονες φάραγγες ὀρέων ἑνοῦνται καὶ εἰς ὃν τὰ ὕδατα αὐτῶν πανταχόθεν εἰσορμῶσιν, ὡς δ’ ὃτε χείμαρροι... ἐς μισγάγκειαν συμβάλετον..., ὕδωρ Ἰλ. Δ. 453· ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, συνάγκεια· μεταφ. μ. κακῶν Δαμασκ. παρὰ τῷ Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 vallon où se réunissent les eaux de plusieurs torrents;
2 pudenda muliebria.
Étymologie: μίσγω, ἄγκος.