πολίωσις: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολίωσις''': ἡ, [[λεύκανσις]] τῶν τριχῶν, Ἀριστ. π. Χρωμ. 6. 16, Πλούτ. 2. 364Β ― [[Κατὰ]] τὸν Γαλην. (τ. 19, σ. 431, 3·) «πολίωσίς ἐστι μεταβολὴ τριχῶν ἐπὶ τὸ λευκὸν πρὸ τῆς καθηκούσης ἡλικίας.»
|lstext='''πολίωσις''': ἡ, [[λεύκανσις]] τῶν τριχῶν, Ἀριστ. π. Χρωμ. 6. 16, Πλούτ. 2. 364Β ― [[Κατὰ]] τὸν Γαλην. (τ. 19, σ. 431, 3·) «πολίωσίς ἐστι μεταβολὴ τριχῶν ἐπὶ τὸ λευκὸν πρὸ τῆς καθηκούσης ἡλικίας.»
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de blanchir <i>ou</i> de grisonner.<br />'''Étymologie:''' [[πολιός]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολίωσις Medium diacritics: πολίωσις Low diacritics: πολίωσις Capitals: ΠΟΛΙΩΣΙΣ
Transliteration A: políōsis Transliteration B: poliōsis Transliteration C: poliosis Beta Code: poli/wsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A becoming grey, Arist. Col.798a13, Plu.2.364b, Gal.1.634.

German (Pape)

[Seite 658] ἡ, das Grau-, Weißlichmachen, -werden, Plut. Is. et Os. 33.

Greek (Liddell-Scott)

πολίωσις: ἡ, λεύκανσις τῶν τριχῶν, Ἀριστ. π. Χρωμ. 6. 16, Πλούτ. 2. 364Β ― Κατὰ τὸν Γαλην. (τ. 19, σ. 431, 3·) «πολίωσίς ἐστι μεταβολὴ τριχῶν ἐπὶ τὸ λευκὸν πρὸ τῆς καθηκούσης ἡλικίας.»

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de blanchir ou de grisonner.
Étymologie: πολιός.