χειρομύλη: Difference between revisions

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
(6_10)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειρομύλη''': ἡ, «χειρόμυλος», [[μύλος]] τῇ χειρὶ στρεφόμενος, Ξέν. Κύρου Παιδ. 6. 2, 31· χειρόμῠλον, τό, Γλωσσ.· καὶ χειρομύλων, ωνος, ὁ, Διοσκ. 5. 103.
|lstext='''χειρομύλη''': ἡ, «χειρόμυλος», [[μύλος]] τῇ χειρὶ στρεφόμενος, Ξέν. Κύρου Παιδ. 6. 2, 31· χειρόμῠλον, τό, Γλωσσ.· καὶ χειρομύλων, ωνος, ὁ, Διοσκ. 5. 103.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />moulin à bras.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[μύλη]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρομύλη Medium diacritics: χειρομύλη Low diacritics: χειρομύλη Capitals: ΧΕΙΡΟΜΥΛΗ
Transliteration A: cheiromýlē Transliteration B: cheiromylē Transliteration C: cheiromyli Beta Code: xeiromu/lh

English (LSJ)

[ῠ], ἡ,

   A hand-mill, X.Cyr.6.2.31.

German (Pape)

[Seite 1346] ἡ, = Folgdm, Xen. Cyr. 6, 2,31.

Greek (Liddell-Scott)

χειρομύλη: ἡ, «χειρόμυλος», μύλος τῇ χειρὶ στρεφόμενος, Ξέν. Κύρου Παιδ. 6. 2, 31· χειρόμῠλον, τό, Γλωσσ.· καὶ χειρομύλων, ωνος, ὁ, Διοσκ. 5. 103.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
moulin à bras.
Étymologie: χείρ, μύλη.