πηλικότης: Difference between revisions
From LSJ
Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst
(6_9) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πηλῐκότης''': ἡ, [[μέγεθος]], ἀντίθετ. τῷ [[ποσότης]]. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 377, κτλ. | |lstext='''πηλῐκότης''': ἡ, [[μέγεθος]], ἀντίθετ. τῷ [[ποσότης]]. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 377, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ητος, ἡ, Α [[πηλίκος]]<br /><b>1.</b> [[μέγεθος]]<br /><b>2.</b> [[ηλικία]]<br /><b>3.</b> ο [[λόγος]] μιας αναλογίας. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A magnitude, size, A.D.Pron.26.13, Gal.1.333, Sch.Ar.Pl.377 : opp. ποσότης (quantity), Nicom.Ar.1.7.
German (Pape)
[Seite 610] ητος, ἡ, Größe, Alter, übh. Quantität; Nicom. ar. 1, 2; Quinctil. 7, 4, 16.
Greek (Liddell-Scott)
πηλῐκότης: ἡ, μέγεθος, ἀντίθετ. τῷ ποσότης. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 377, κτλ.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, Α πηλίκος
1. μέγεθος
2. ηλικία
3. ο λόγος μιας αναλογίας.