ὀδοντοφυΐα: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
(6_10)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀδοντοφυΐα''': ἡ, ἡ τῶν ὀδόντων [[ἔκφυσις]] καὶ ὁ ἐξ αὐτῆς κνησμὸς καὶ [[πόνος]], Πολύδ. Β΄, 69, Παῦλ. Αἰγ. 1. 9. ΙΙ. συγκεκριμένως, οἱ ὀδόντες, Μανασσ. Χρον. 5149.
|lstext='''ὀδοντοφυΐα''': ἡ, ἡ τῶν ὀδόντων [[ἔκφυσις]] καὶ ὁ ἐξ αὐτῆς κνησμὸς καὶ [[πόνος]], Πολύδ. Β΄, 69, Παῦλ. Αἰγ. 1. 9. ΙΙ. συγκεκριμένως, οἱ ὀδόντες, Μανασσ. Χρον. 5149.
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ὀδοντοφυΐα]], Α ιων. τ. ὀδοντοφυΐη) [[οδοντοφυώ]]<br />η [[έκφυση]], το [[φύτρωμα]] τών πρώτων δοντιών στις σιαγόνες του νηπίου σε αλλεπάλληλες φάσεις<br />(μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> η [[οδοντοστοιχία]]<br /><b>2.</b> [[κνησμός]] και [[πόνος]] που προκαλείται [[κατά]] τη [[διαδικασία]] της έκφυσης τών δοντιών.
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδοντοφῠΐα Medium diacritics: ὀδοντοφυΐα Low diacritics: οδοντοφυΐα Capitals: ΟΔΟΝΤΟΦΥΪΑ
Transliteration A: odontophyḯa Transliteration B: odontophuia Transliteration C: odontofyia Beta Code: o)dontofui/+a

English (LSJ)

Ion. ὀδοντοφυ-ΐη, ἡ,

   A teething, Hp.Dent.6, al., Poll.2.96, Jul.Or.7.206d, Herm.in Phdr.p.161 A., Paul.Aeg.1.9.

German (Pape)

[Seite 293] ἡ, das Zahnen u. der damit verbundene Schmerz, Paul. Aeg., Poll. 2, 96.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδοντοφυΐα: ἡ, ἡ τῶν ὀδόντων ἔκφυσις καὶ ὁ ἐξ αὐτῆς κνησμὸς καὶ πόνος, Πολύδ. Β΄, 69, Παῦλ. Αἰγ. 1. 9. ΙΙ. συγκεκριμένως, οἱ ὀδόντες, Μανασσ. Χρον. 5149.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀδοντοφυΐα, Α ιων. τ. ὀδοντοφυΐη) οδοντοφυώ
η έκφυση, το φύτρωμα τών πρώτων δοντιών στις σιαγόνες του νηπίου σε αλλεπάλληλες φάσεις
(μσν.-αρχ.)
1. η οδοντοστοιχία
2. κνησμός και πόνος που προκαλείται κατά τη διαδικασία της έκφυσης τών δοντιών.