πρωτοκλισία: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρωτοκλῐσία''': ἡ, ἡ πρώτη τιμητικὴ [[θέσις]] ἐν δείπνῳ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ', 6, κτλ.· πρβλ. Β' Μακκ. Δ', 21 καὶ ἴδε [[πρωτοκαθεδρία]]. | |lstext='''πρωτοκλῐσία''': ἡ, ἡ πρώτη τιμητικὴ [[θέσις]] ἐν δείπνῳ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ', 6, κτλ.· πρβλ. Β' Μακκ. Δ', 21 καὶ ἴδε [[πρωτοκαθεδρία]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />la place d’honneur dans un repas.<br />'''Étymologie:''' [[πρῶτος]], [[κλίνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A first seat at table, Ev.Matt.23.6, etc.; cf. πρωτοκαθεδρία.
German (Pape)
[Seite 805] ἡ, erstes Lager am Tische, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτοκλῐσία: ἡ, ἡ πρώτη τιμητικὴ θέσις ἐν δείπνῳ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ', 6, κτλ.· πρβλ. Β' Μακκ. Δ', 21 καὶ ἴδε πρωτοκαθεδρία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
la place d’honneur dans un repas.
Étymologie: πρῶτος, κλίνη.