σκιωτός: Difference between revisions
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
(6_10) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκιωτός''': -ή, -όν, (σκιόω) ἔχων σκιάν, σκ. [[ζώνη]], ἔχουσα γραμμὰς μὲ χρώματα κατὰ μικρὸν προσεγγίζοντα ἀλλήλοις καὶ μεταπίπτοντα εἰς ἄλληλα, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 13. | |lstext='''σκιωτός''': -ή, -όν, (σκιόω) ἔχων σκιάν, σκ. [[ζώνη]], ἔχουσα γραμμὰς μὲ χρώματα κατὰ μικρὸν προσεγγίζοντα ἀλλήλοις καὶ μεταπίπτοντα εἰς ἄλληλα, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που σχηματίζει σκιές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σκιωτὴ [[ζώνη]]» — [[ζώνη]] που έχει γραμμές με χρώματα παραπλήσια, τα οποία μεταπίπτουν το ένα [[προς]] το [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] (<b>πρβλ.</b> <i>αυλακ</i>-[[ωτός]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A striped, cf. σκιά; σ. ζώνη Peripl.M.Rubr.24, cf. POxy.921.15 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 900] beschattet, schattirt, ζῶναι, Arr. Peripl. erythr.
Greek (Liddell-Scott)
σκιωτός: -ή, -όν, (σκιόω) ἔχων σκιάν, σκ. ζώνη, ἔχουσα γραμμὰς μὲ χρώματα κατὰ μικρὸν προσεγγίζοντα ἀλλήλοις καὶ μεταπίπτοντα εἰς ἄλληλα, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 13.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. αυτός που σχηματίζει σκιές
2. φρ. «σκιωτὴ ζώνη» — ζώνη που έχει γραμμές με χρώματα παραπλήσια, τα οποία μεταπίπτουν το ένα προς το άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αυλακ-ωτός)].