προχωρητικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προχωρητικός''': -ή, -όν, = [[προφορικός]], Ἰω. Λυδ. περὶ Μην. 4. 53. | |lstext='''προχωρητικός''': -ή, -όν, = [[προφορικός]], Ἰω. Λυδ. περὶ Μην. 4. 53. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[προχωρητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[προχωρῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «προχωρητική συλλογιστική [[σειρά]]» — η [[σειρά]] που αποτελείται από πολλούς συλλογισμούς, οι οποίοι προχωρούν από τον λόγο [[προς]] την [[ακολουθία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για λόγο) [[προφορικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,=
A προφορικός, λόγος Numen. ap. Lyd.Mens. 4.80.
German (Pape)
[Seite 800] ή, όν, zum Fortschreiten, zum Fortgange od. zum Gedeihen gehörig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προχωρητικός: -ή, -όν, = προφορικός, Ἰω. Λυδ. περὶ Μην. 4. 53.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προχωρητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προχωρῶ
νεοελλ.
φρ. «προχωρητική συλλογιστική σειρά» — η σειρά που αποτελείται από πολλούς συλλογισμούς, οι οποίοι προχωρούν από τον λόγο προς την ακολουθία
μσν.-αρχ.
(για λόγο) προφορικός.