ὁρκικός: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(6_10) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁρκικός''': -ή, -όν, = [[ὅρκιος]], Διογ. Λ. 7. 66, Σχόλ. Ἑνετ. εἰς Ἰλ. Α. 77. | |lstext='''ὁρκικός''': -ή, -όν, = [[ὅρκιος]], Διογ. Λ. 7. 66, Σχόλ. Ἑνετ. εἰς Ἰλ. Α. 77. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁρκικός]], -ή, όν (Α) [[όρκος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρκο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A belonging to, of the nature of, an oath, Stoic. 2.58,60, Sch.Il.1.77.
German (Pape)
[Seite 378] = ὅρκιος, VLL. Schol. Il. 1, 77 D. L. 7, 56.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρκικός: -ή, -όν, = ὅρκιος, Διογ. Λ. 7. 66, Σχόλ. Ἑνετ. εἰς Ἰλ. Α. 77.
Greek Monolingual
ὁρκικός, -ή, όν (Α) όρκος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρκο.