προσκυνητός: Difference between revisions
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
(6_11) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσκῠνητός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ προσκυνήσῃ, Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. -τῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 255. 90. | |lstext='''προσκῠνητός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ προσκυνήσῃ, Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. -τῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 255. 90. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ό / [[προσκυνητός]], -όν, ΝΜΑ [[προσκυνῶ]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[φιλοφρόνηση]] που χρησιμοποιούσαν στο [[παρελθόν]] στην [[αρχή]] ή και στο [[τέλος]] επιστολών ή και επίσημων αναφορών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] ή γίνεται [[αντικείμενο]] προσκυνήματος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσκυνητῶς</i> Μ<br />με [[προσκύνηση]], με [[απόδοση]] ευλαβούς λατρείας και [[τιμής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A to be worshipped, worshipful, Cod.Just.1.5.20.1, al., POxy.158.6 (vi A.D.); prob. for προκ- in Rev.Phil.1930.249 (Egypt, Tab.Defix.).
German (Pape)
[Seite 771] fußfällig verehrt, angebetet; zu verehren, anzubeten, im adv., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσκῠνητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ προσκυνήσῃ, Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. -τῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 255. 90.
Greek Monolingual
-ό / προσκυνητός, -όν, ΝΜΑ προσκυνῶ
νεοελλ.-μσν.
φιλοφρόνηση που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν στην αρχή ή και στο τέλος επιστολών ή και επίσημων αναφορών
μσν.-αρχ.
αυτός που είναι ή γίνεται αντικείμενο προσκυνήματος.
επίρρ...
προσκυνητῶς Μ
με προσκύνηση, με απόδοση ευλαβούς λατρείας και τιμής.