ναυμαχικός: Difference between revisions
From LSJ
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
(6_11) |
(26) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ναυμαχικός''': -ή, -όν, ὁ πρὸς ναυμαχίαν [[χρήσιμος]], Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. 68. | |lstext='''ναυμαχικός''': -ή, -όν, ὁ πρὸς ναυμαχίαν [[χρήσιμος]], Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. 68. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[ναυμαχικός]], -ή, -όν) [[ναύμαχος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ναυμαχία]] ή σε ναυμάχους ή αυτός που [[είναι]] [[χρήσιμος]] σε [[ναυμαχία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 231] ή, όν, die Seeschlacht betreffend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ναυμαχικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς ναυμαχίαν χρήσιμος, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. 68.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α ναυμαχικός, -ή, -όν) ναύμαχος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ναυμαχία ή σε ναυμάχους ή αυτός που είναι χρήσιμος σε ναυμαχία.