ἐκδοχή: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκδοχή''': ἡ, τὸ ἐκδέχεσθαι, λαμβάνειν τι παρ’ ἑτέρου, [[διαδοχή]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 299, Εὐρ. Ἱππ. 866· ἐκδοχὴν ποιεῖσθαι πολέμου, διαδέχεσθαι, ἐξακολουθεῖν τὸν πόλεμον, Αἰσχίν. 32. 18. ΙΙ. [[ἑρμηνεία]], καθάπερ ἐποιοῦντο τὴν ἐκδοχὴν οἱ Καρχηδόνιοι, καθάπερ ἡρμήνευον (τὴν συνθήκην) οἱ Κ., Πολύβ. 3. 29, 4· ἐξ ὧν ἦν λαμβάνειν ἐκδοχὴν ὅτι …, ὁ αὐτ. 23. 7, 6. ΙΙΙ. = [[προσδοκία]], Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ι΄, 27
|lstext='''ἐκδοχή''': ἡ, τὸ ἐκδέχεσθαι, λαμβάνειν τι παρ’ ἑτέρου, [[διαδοχή]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 299, Εὐρ. Ἱππ. 866· ἐκδοχὴν ποιεῖσθαι πολέμου, διαδέχεσθαι, ἐξακολουθεῖν τὸν πόλεμον, Αἰσχίν. 32. 18. ΙΙ. [[ἑρμηνεία]], καθάπερ ἐποιοῦντο τὴν ἐκδοχὴν οἱ Καρχηδόνιοι, καθάπερ ἡρμήνευον (τὴν συνθήκην) οἱ Κ., Πολύβ. 3. 29, 4· ἐξ ὧν ἦν λαμβάνειν ἐκδοχὴν ὅτι …, ὁ αὐτ. 23. 7, 6. ΙΙΙ. = [[προσδοκία]], Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ι΄, 27
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de recueillir, succession ; continuation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκδέχομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδοχή Medium diacritics: ἐκδοχή Low diacritics: εκδοχή Capitals: ΕΚΔΟΧΗ
Transliteration A: ekdochḗ Transliteration B: ekdochē Transliteration C: ekdochi Beta Code: e)koxh/

English (LSJ)

ἡ, Arc. ἐσδοκά IG 5(2).6.40 :—

   A receiving from or at the hands of another, succession, πομποῦ πυρός A.Ag.299 ; ἐκδοχαῖς ἐπιφέρει θεὸς κακόν E.Hipp. 866 ; ἐ. ποιεῖσθαι πολέμου to continue the war, Aeschin.2.30.    2 receiving, containing, ὄμβρων J.BJ5.4.3, cf. Paul. Aeg.6.106.    II taking or understanding in a certain sense, interpretation, ἐ. ποιεῖσθαι Plb.3.29.4, cf. UPZ110.86 (ii B.C.) ; ἐξ ὧν ἦν λαμβάνειν ἐκδοχὴν ὅτι.. Plb.22.7.6, cf.SIG557.18 (Magn.Mae., iii B.C.), Sch.Pi.O.13.100.    III = προσδοκία, κρίσεως Ep.Hebr.10.27.    IV = ἀποδοχή, recognition for services rendered, IG12(5).722.8 (Andros).    V giving of security, προειδὼς ἀσφαλῆ τὴν ἐ. οὖσαν PSI 4.349 (iii B.C.).    VI contract, IG5(2).l.c.

German (Pape)

[Seite 758] ἡ, 1) die Aufnahme, Sp. – 2) die Nachfolge, Ablösung; ἤγειρεν ἄλλην ἐκδοχὴν πομποῦ πυρός Aesch. Ag. 290, er zündete ein Feuersignal an, das die früheren fortsetzte, vgl. Eur. Hipp. 866: τὴν ἐκδοχὴν ἐποιήσατο τοῦ πολέμου, er setzte den Krieg fort, Aesch. 2, 30. – 3) Auslegung, Deutung; ποιεῖσθαι Pol. 3, 29, 4; ἐξ ὧν ἦν λαμβάνειν ἐκδοχήν, ὅτι, woraus man schließen konnte, daß, 23, 7, 6, vgl. 12, 18, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδοχή: ἡ, τὸ ἐκδέχεσθαι, λαμβάνειν τι παρ’ ἑτέρου, διαδοχή, Αἰσχύλ. Ἀγ. 299, Εὐρ. Ἱππ. 866· ἐκδοχὴν ποιεῖσθαι πολέμου, διαδέχεσθαι, ἐξακολουθεῖν τὸν πόλεμον, Αἰσχίν. 32. 18. ΙΙ. ἑρμηνεία, καθάπερ ἐποιοῦντο τὴν ἐκδοχὴν οἱ Καρχηδόνιοι, καθάπερ ἡρμήνευον (τὴν συνθήκην) οἱ Κ., Πολύβ. 3. 29, 4· ἐξ ὧν ἦν λαμβάνειν ἐκδοχὴν ὅτι …, ὁ αὐτ. 23. 7, 6. ΙΙΙ. = προσδοκία, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ι΄, 27

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de recueillir, succession ; continuation.
Étymologie: ἐκδέχομαι.