προσδέησις: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσδέησις''': ἡ, τὸ προσδεῖσθαι, τινὸς Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 77. | |lstext='''προσδέησις''': ἡ, τὸ προσδεῖσθαι, τινὸς Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 77. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[προσδέω]] (II)]<br />[[ανάγκη]], [[έλλειψη]] κάποιου («ἀσθενείᾳ καὶ φόβῳ καὶ προσδεήσει τῶν πλησίων ταῡτα γίνεται», Επίκ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A want, need, τῶν πλησίον Epicur.Ep.1p.28U.
German (Pape)
[Seite 755] ἡ, Bedürfniß, Bedürftigkeit, Epicur. bei Diog. L. 10, 77.
Greek (Liddell-Scott)
προσδέησις: ἡ, τὸ προσδεῖσθαι, τινὸς Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 77.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α προσδέω (II)]
ανάγκη, έλλειψη κάποιου («ἀσθενείᾳ καὶ φόβῳ καὶ προσδεήσει τῶν πλησίων ταῡτα γίνεται», Επίκ.).