συνάθροισις: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6_11) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνάθροισις''': ἡ, τὸ συναθροίζειν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 27. ΙΙ. [[συνέλευσις]] ἢ [[ὁμήγυρις]], Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 232Α· [[πλῆθος]], Σουΐδ. ἐν λ. ἐπιστροφῆς. | |lstext='''συνάθροισις''': ἡ, τὸ συναθροίζειν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 27. ΙΙ. [[συνέλευσις]] ἢ [[ὁμήγυρις]], Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 232Α· [[πλῆθος]], Σουΐδ. ἐν λ. ἐπιστροφῆς. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνάθροισις:''' εως ἡ собирание, накопление ([[ἔκκρισις]] καὶ σ. τῶν καταμηνίων Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:06, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A collecting, Arist.GA739b10; of persons, gathering, Sch.S.OC 537 (pl.).
German (Pape)
[Seite 997] ἡ, das Sammeln, Schol. Soph. O. C. 555.
Greek (Liddell-Scott)
συνάθροισις: ἡ, τὸ συναθροίζειν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 27. ΙΙ. συνέλευσις ἢ ὁμήγυρις, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 232Α· πλῆθος, Σουΐδ. ἐν λ. ἐπιστροφῆς.
Russian (Dvoretsky)
συνάθροισις: εως ἡ собирание, накопление (ἔκκρισις καὶ σ. τῶν καταμηνίων Arst.).