ἀτεραμνότης: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(6_12) |
(big3_7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτεραμνότης''': -ητος, ἡ, [[ἐπιμονή]], ἰσχυρογνωμοσύνη, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 3, 2. | |lstext='''ἀτεραμνότης''': -ητος, ἡ, [[ἐπιμονή]], ἰσχυρογνωμοσύνη, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 3, 2. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ητος, ἡ<br />[[dificultad]] ἀ. πρὸς τὴν βλάστησιν Thphr.<i>CP</i> 4.3.2. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 21 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A stubbornness; ἀ. πρὸς τὴν βλάστησιν slowness to germinate, Thphr.CP4.3.2.
German (Pape)
[Seite 385] ητος, ἡ, Härte, Unerweichlichkeit, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτεραμνότης: -ητος, ἡ, ἐπιμονή, ἰσχυρογνωμοσύνη, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 3, 2.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
dificultad ἀ. πρὸς τὴν βλάστησιν Thphr.CP 4.3.2.