Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στραγγαλίς: Difference between revisions

From LSJ
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στραγγᾰλίς''': -ίδος, ἡ, [[κόμβος]] [[πολύπλοκος]], Στράττις ἐν «Φοιν.» 5· ὑμεῖς .. ἀεὶ στραγγαλίδας ἐσφίγγετε, ἐδένετε, ἐσφίγγετε τοὺς κόμβους (πρβλ. [[στραγγαλιάω]]), Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 12· [[ἐντεῦθεν]] τὸν Χρύσιππον ἐκάλει ὁ Ἀριστοκρέων στραγγαλίδων Ἀκαδημαϊκῶν κοπίδα, μάχαιρν κόπτουσαν τὰς Ἀκαδημαϊκὰς δυσκολίας, παρὰ Πλουτ. 2. 1033Ε. 2) σκίρρωμα, [[σκλήρωμα]] κατὰ τὸ [[στῆθος]] ἢ εἰς ἄλλα μέρη τοῦ σώματος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 11, 1· πρβλ. [[στραγγάλια]]. 3) εἶδός τι κοσμήματος, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Η΄ , 29).
|lstext='''στραγγᾰλίς''': -ίδος, ἡ, [[κόμβος]] [[πολύπλοκος]], Στράττις ἐν «Φοιν.» 5· ὑμεῖς .. ἀεὶ στραγγαλίδας ἐσφίγγετε, ἐδένετε, ἐσφίγγετε τοὺς κόμβους (πρβλ. [[στραγγαλιάω]]), Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 12· [[ἐντεῦθεν]] τὸν Χρύσιππον ἐκάλει ὁ Ἀριστοκρέων στραγγαλίδων Ἀκαδημαϊκῶν κοπίδα, μάχαιρν κόπτουσαν τὰς Ἀκαδημαϊκὰς δυσκολίας, παρὰ Πλουτ. 2. 1033Ε. 2) σκίρρωμα, [[σκλήρωμα]] κατὰ τὸ [[στῆθος]] ἢ εἰς ἄλλα μέρη τοῦ σώματος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 11, 1· πρβλ. [[στραγγάλια]]. 3) εἶδός τι κοσμήματος, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Η΄ , 29).
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />question captieuse et inextricable.<br />'''Étymologie:''' [[στραγγάλη]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στραγγᾰλίς Medium diacritics: στραγγαλίς Low diacritics: στραγγαλίς Capitals: ΣΤΡΑΓΓΑΛΙΣ
Transliteration A: strangalís Transliteration B: strangalis Transliteration C: straggalis Beta Code: straggali/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A intricate knot, Stratt.48; ὑμεῖς . . ἀεὶ στραγγαλίδας ἐσφίγγετε tied knots fast (cf. στραγγαλιάω), Pherecr.21: hence Aristocreon called Chrysippus τῶν Ἀκαδημιακῶν στραγγαλίδων κοπίδα, a knife to cut Academic knots, ap.Plu.2.1033e.    2 knot or induration in the breast or other parts, Arist.HA587b22; cf. στραγγαλιά.    3 some kind of ornament, LXX Jd.8.26; σ. ἀργυρᾶ, σ. χρυσᾶ κεκολλημένη, POxy.1449.18,23 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 950] ίδος, ἡ, = στραγγαλιά; στραγγαλίδας σφίγγειν, Pherecrat. bei Phot., verfängliche Fragen; Ἀκαδημαϊκῶν στραγγαλίδων κοπίδα nennt den Chrysippus ein Epigr. bei Plut. de stoic. repugn. 2. – Verhärtungen, Arist. H. A. 7, 11. S. Vor.

Greek (Liddell-Scott)

στραγγᾰλίς: -ίδος, ἡ, κόμβος πολύπλοκος, Στράττις ἐν «Φοιν.» 5· ὑμεῖς .. ἀεὶ στραγγαλίδας ἐσφίγγετε, ἐδένετε, ἐσφίγγετε τοὺς κόμβους (πρβλ. στραγγαλιάω), Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 12· ἐντεῦθεν τὸν Χρύσιππον ἐκάλει ὁ Ἀριστοκρέων στραγγαλίδων Ἀκαδημαϊκῶν κοπίδα, μάχαιρν κόπτουσαν τὰς Ἀκαδημαϊκὰς δυσκολίας, παρὰ Πλουτ. 2. 1033Ε. 2) σκίρρωμα, σκλήρωμα κατὰ τὸ στῆθος ἢ εἰς ἄλλα μέρη τοῦ σώματος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 11, 1· πρβλ. στραγγάλια. 3) εἶδός τι κοσμήματος, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Η΄ , 29).

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
question captieuse et inextricable.
Étymologie: στραγγάλη.