ἐχενηΐς: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐχενηΐς''': ΐδος, συνῃρ. -νῇς, ῇδος, ἡ, ([[ναῦς]]) ὁ κρατῶν τὰς [[ναῦς]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 149 (ἴδε [[ἄπλοια]])· ἄγκυρα Ἀνθ. Π. 6. 27· [[γαλήνη]] Νόνν. Δ. 13. 114. ΙΙ. μικρὸς ἰχθύς, περὶ οὗ ἐπιστεύετο ὅτι εἶχε τὴν δύναμιν νὰ κρατῇ [[ὀπίσω]] τὰ πλοῖα, remora, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 14, 4· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 212., Πλιν. Ν. Η. 9. 25. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 120.
|lstext='''ἐχενηΐς''': ΐδος, συνῃρ. -νῇς, ῇδος, ἡ, ([[ναῦς]]) ὁ κρατῶν τὰς [[ναῦς]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 149 (ἴδε [[ἄπλοια]])· ἄγκυρα Ἀνθ. Π. 6. 27· [[γαλήνη]] Νόνν. Δ. 13. 114. ΙΙ. μικρὸς ἰχθύς, περὶ οὗ ἐπιστεύετο ὅτι εἶχε τὴν δύναμιν νὰ κρατῇ [[ὀπίσω]] τὰ πλοῖα, remora, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 14, 4· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 212., Πλιν. Ν. Η. 9. 25. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 120.
}}
{{bailly
|btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br />qui arrête <i>ou</i> retient les vaisseaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]], [[ναῦς]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχενηΐς Medium diacritics: ἐχενηΐς Low diacritics: εχενηΐς Capitals: ΕΧΕΝΗΪΣ
Transliteration A: echenēḯs Transliteration B: echenēis Transliteration C: echeniis Beta Code: e)xenhi/+s

English (LSJ)

ΐδος, contr. -νῇς, ῇδος, ἡ, (ναῦς)

   A ship-detaining, ἄπλοιαι A.Ag.149 (lyr.); ἄγκυρα AP6.27.5 (Theaet.); γαλήνη Nonn.D.13.114.    II a small fish, supposed to have the power of holding ships back, Arist. HA505b19, Opp.H.1.212, Plin.HN9.79; in form ἐχεναΐς, = Lat. remora, Donat. ad Ter.Andr. 739, Eun.302.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχενηΐς: ΐδος, συνῃρ. -νῇς, ῇδος, ἡ, (ναῦς) ὁ κρατῶν τὰς ναῦς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 149 (ἴδε ἄπλοια)· ἄγκυρα Ἀνθ. Π. 6. 27· γαλήνη Νόνν. Δ. 13. 114. ΙΙ. μικρὸς ἰχθύς, περὶ οὗ ἐπιστεύετο ὅτι εἶχε τὴν δύναμιν νὰ κρατῇ ὀπίσω τὰ πλοῖα, remora, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 14, 4· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 212., Πλιν. Ν. Η. 9. 25. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 120.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
qui arrête ou retient les vaisseaux.
Étymologie: ἔχω, ναῦς.