φίλορνις: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φίλορνις''': -ῑθος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὰ πτηνά, Πλουτ. Νουμ. 4, Ὀππ. Κυνηγ. 1. 78, κλπ. ΙΙ. ἐπὶ πέτρας, ἣν ἀγαπῶσι τὰ πτηνά, εἰς ἣν συχνάζουσιν, [[ἔνθα]] Κωρυκὶς [[πέτρα]] [[κοίλη]], [[φίλορνις]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 23. | |lstext='''φίλορνις''': -ῑθος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὰ πτηνά, Πλουτ. Νουμ. 4, Ὀππ. Κυνηγ. 1. 78, κλπ. ΙΙ. ἐπὶ πέτρας, ἣν ἀγαπῶσι τὰ πτηνά, εἰς ἣν συχνάζουσιν, [[ἔνθα]] Κωρυκὶς [[πέτρα]] [[κοίλη]], [[φίλορνις]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιθος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui aime les oiseaux;<br /><b>2</b> aimé <i>ou</i> recherché des oiseaux.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ὄρνις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
ῑθος, ὁ, ἡ,
A fond of birds, Ocell.4.14, Plu.Num.4, Opp.C.1.78, Ael.NA6.29, Iamb.VP31.212. II loved or haunted by birds, πέτρα A.Eu.23.
German (Pape)
[Seite 1284] ιθος, den Vogel, die Vögel liebend; πέτρα Aesch. Eum. 23; θεός Plut. Num. 4; od. den Vögeln lieb, von ihnen besucht.
Greek (Liddell-Scott)
φίλορνις: -ῑθος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὰ πτηνά, Πλουτ. Νουμ. 4, Ὀππ. Κυνηγ. 1. 78, κλπ. ΙΙ. ἐπὶ πέτρας, ἣν ἀγαπῶσι τὰ πτηνά, εἰς ἣν συχνάζουσιν, ἔνθα Κωρυκὶς πέτρα κοίλη, φίλορνις Αἰσχύλ. Εὐμ. 23.
French (Bailly abrégé)
ιθος (ὁ, ἡ)
1 qui aime les oiseaux;
2 aimé ou recherché des oiseaux.
Étymologie: φίλος, ὄρνις.