ἄδραστος: Difference between revisions

From LSJ
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄδραστος''': Ἰων. [[ἄδρηστος]], ον, ([[διδράσκω]]) ὁ μὴ ἀποδιδράσκων, ὁ μὴ διατεθειμένος ν’ ἀποδράσῃ, ἐπὶ δούλων, Ἡροδ. 4. 142: ― ἐν Ἰλιάδ. μόνον ὡς κύρ. [[ὄνομα]]. ΙΙ. παθ. = ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ, Δίων Χρ. πρβλ. [[Ἀδράστεια]].
|lstext='''ἄδραστος''': Ἰων. [[ἄδρηστος]], ον, ([[διδράσκω]]) ὁ μὴ ἀποδιδράσκων, ὁ μὴ διατεθειμένος ν’ ἀποδράσῃ, ἐπὶ δούλων, Ἡροδ. 4. 142: ― ἐν Ἰλιάδ. μόνον ὡς κύρ. [[ὄνομα]]. ΙΙ. παθ. = ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ, Δίων Χρ. πρβλ. [[Ἀδράστεια]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne cherche pas à fuir.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[διδράσκω]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄδραστος Medium diacritics: ἄδραστος Low diacritics: άδραστος Capitals: ΑΔΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: ádrastos Transliteration B: adrastos Transliteration C: adrastos Beta Code: a)/drastos

English (LSJ)

Ion. ἄδρηστος, ον,

   A not running away, not inclined to do so, of slaves, Hdt.4.142, PLond.2.251.14 (iv A. D.): metaph., χαλκός D.Chr.37.10.—In Il. only as pr. n.

German (Pape)

[Seite 37] richtiger ἄδρατος, ungethan, VLL. ion. ἄδρηστος, unentrinnbar, unvermeidlich, Sp. Bei Her. ἀνδράποδα φιλοδέσποτα καὶ ἄδρηστα, die nicht zum Entlaufen geneigt sind, 4, 142.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδραστος: Ἰων. ἄδρηστος, ον, (διδράσκω) ὁ μὴ ἀποδιδράσκων, ὁ μὴ διατεθειμένος ν’ ἀποδράσῃ, ἐπὶ δούλων, Ἡροδ. 4. 142: ― ἐν Ἰλιάδ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα. ΙΙ. παθ. = ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ, Δίων Χρ. πρβλ. Ἀδράστεια.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne cherche pas à fuir.
Étymologie: ἀ, διδράσκω.