ἀπουρίζω: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπουρίζω''': μέλλ. -ίσω· [[ἐντεῦθεν]] τὸ ἐν Ἰλ. Χ. 489 ἄλλοι γάρ οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας (Ἰων. ἀντὶ ἀφοριοῦνται, Σχόλ. Ἑνετ. Α), ἄλλοι θὰ θέσωσι τὰ ὅρια τῶν κτημάτων του, ὅ ἐ. θὰ τὰ ἀφαιρέσωσιν ἀπ’ [[αὐτοῦ]]. Ἀλλ’ ἐν Ἑνετ. Σχολ. Β. ἀναγιγνώσκεται ἀπουρήσουσιν, [[ὅπερ]] ὁ Βουττμ. ἀποδέχεται ὡς ἀπαυρήσουσι, θὰ ἀφαιρέσωσιν, ἴδε Λεξίλογ. ἐν λ. ἀπαυρᾶν 2. | |lstext='''ἀπουρίζω''': μέλλ. -ίσω· [[ἐντεῦθεν]] τὸ ἐν Ἰλ. Χ. 489 ἄλλοι γάρ οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας (Ἰων. ἀντὶ ἀφοριοῦνται, Σχόλ. Ἑνετ. Α), ἄλλοι θὰ θέσωσι τὰ ὅρια τῶν κτημάτων του, ὅ ἐ. θὰ τὰ ἀφαιρέσωσιν ἀπ’ [[αὐτοῦ]]. Ἀλλ’ ἐν Ἑνετ. Σχολ. Β. ἀναγιγνώσκεται ἀπουρήσουσιν, [[ὅπερ]] ὁ Βουττμ. ἀποδέχεται ὡς ἀπαυρήσουσι, θὰ ἀφαιρέσωσιν, ἴδε Λεξίλογ. ἐν λ. ἀπαυρᾶν 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. f. 3ᵉ pl.</i> ἀπουρίσσουσιν;<br /><b>1</b> <i>ion. c.</i> [[ἀφορίζω]];<br /><b>2</b> déplacer les bornes (d’un champ), <i>càd</i> empiéter sur, usurper.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[οὐρίζω]]². | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
(οὖρος
A = ὅρος) only in Il.22.489 ἄλλοι γάρ οἱ ἀπουρίσσουσιν (lon. for ἀφοριοῦνται, Sch.Ven.A) ἀρούρας others will mark off the boundaries of his fields, i.e. take them away from him; better ἀπουρήσουσι will take away; cf. ἀπούρας. II v.l. for ἐπουρίζω, Ph.1.668.
German (Pape)
[Seite 333] nur Il. 22, 489, als v. l., ἄλλοι γάρ οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας, ion. statt ἀφορίζω, sie werden ihm die Felder abgrenzen, d. i. schmälern; besser ist die andere Lesart ἀπουρήσουσιν, sie werden wegnehmen, s. ἀπαυράω; vgl. Buttm. Lexil. I p. 78.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπουρίζω: μέλλ. -ίσω· ἐντεῦθεν τὸ ἐν Ἰλ. Χ. 489 ἄλλοι γάρ οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας (Ἰων. ἀντὶ ἀφοριοῦνται, Σχόλ. Ἑνετ. Α), ἄλλοι θὰ θέσωσι τὰ ὅρια τῶν κτημάτων του, ὅ ἐ. θὰ τὰ ἀφαιρέσωσιν ἀπ’ αὐτοῦ. Ἀλλ’ ἐν Ἑνετ. Σχολ. Β. ἀναγιγνώσκεται ἀπουρήσουσιν, ὅπερ ὁ Βουττμ. ἀποδέχεται ὡς ἀπαυρήσουσι, θὰ ἀφαιρέσωσιν, ἴδε Λεξίλογ. ἐν λ. ἀπαυρᾶν 2.
French (Bailly abrégé)
seul. f. 3ᵉ pl. ἀπουρίσσουσιν;
1 ion. c. ἀφορίζω;
2 déplacer les bornes (d’un champ), càd empiéter sur, usurper.
Étymologie: ἀπό, οὐρίζω².