ἀπόδρασις: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόδρᾱσις''': Ἰων. -δρησις, εως, ἡ, ([[ἀποδιδράσκω]]) [[δραπέτευσις]], [[φυγή]], τὴν ἀπ. ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 4. 140· βουλεύειν Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 9. 2) [[μετὰ]] γεν., διαφυγὴ ἀπό τινος, [[ἀποφυγή]] τινος, στρατείας Δημ. 568. 9.
|lstext='''ἀπόδρᾱσις''': Ἰων. -δρησις, εως, ἡ, ([[ἀποδιδράσκω]]) [[δραπέτευσις]], [[φυγή]], τὴν ἀπ. ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 4. 140· βουλεύειν Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 9. 2) [[μετὰ]] γεν., διαφυγὴ ἀπό τινος, [[ἀποφυγή]] τινος, στρατείας Δημ. 568. 9.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> fuite;<br /><b>2</b> action d’esquiver, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀποδιδράσκω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόδρᾱσις Medium diacritics: ἀπόδρασις Low diacritics: απόδρασις Capitals: ΑΠΟΔΡΑΣΙΣ
Transliteration A: apódrasis Transliteration B: apodrasis Transliteration C: apodrasis Beta Code: a)po/drasis

English (LSJ)

Ion. ἀπό-δρησις, εως, ἡ, (ἀποδιδράσκω)

   A running away, escape, τὴν ἀ. ποιεῖσθαι Hdt.4.140; βουλεύειν Luc.DMort.27.9; οὐκ ἔστιν ἀ. Plu.CG1.    2 c. gen., escape from, avoidance of, στρατείας D.21.166; evasion, τῆς ἐρωτήσεως Plu.2.641c.

German (Pape)

[Seite 302] ἡ, das Entfliehen, Luc. Mort. D. 27, 9; Plut. C. Graech. 1; s. ἀπόδρησις.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόδρᾱσις: Ἰων. -δρησις, εως, ἡ, (ἀποδιδράσκω) δραπέτευσις, φυγή, τὴν ἀπ. ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 4. 140· βουλεύειν Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 9. 2) μετὰ γεν., διαφυγὴ ἀπό τινος, ἀποφυγή τινος, στρατείας Δημ. 568. 9.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 fuite;
2 action d’esquiver, gén..
Étymologie: ἀποδιδράσκω.