Ἀδράστεια: Difference between revisions
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἀδράστεια''': Ἰων. Ἀδρήστεια, ἡ, [[ὄνομα]] τῆς Νεμέσεως, ἐκ βωμοῦ ἱδρυθέντος αὐτῇ ὑπὸ τοῦ Ἀδράστου, πρῶτον παρ’ Αἰσχύλ. Προ. 936· ἴδε Βλώμφ. Γλωσσ. καὶ πρβλ. [[προσκυνέω]]. (Ἐκ τοῦ α στερητ. καὶ τοῦ [[διδράσκω]], = [[ἀναπόδραστος]], Ἀδράστειαν δὲ ἀναπόδραστον αἰτίαν οὖσαν κατὰ φύσιν, Ἀριστ. Κόσμ. 7. 5: Περὶ ἄλλων παραγωγῶν ἴδε Σχόλ. εἰς Πλάτ. Πολ. 451Α.). | |lstext='''Ἀδράστεια''': Ἰων. Ἀδρήστεια, ἡ, [[ὄνομα]] τῆς Νεμέσεως, ἐκ βωμοῦ ἱδρυθέντος αὐτῇ ὑπὸ τοῦ Ἀδράστου, πρῶτον παρ’ Αἰσχύλ. Προ. 936· ἴδε Βλώμφ. Γλωσσ. καὶ πρβλ. [[προσκυνέω]]. (Ἐκ τοῦ α στερητ. καὶ τοῦ [[διδράσκω]], = [[ἀναπόδραστος]], Ἀδράστειαν δὲ ἀναπόδραστον αἰτίαν οὖσαν κατὰ φύσιν, Ἀριστ. Κόσμ. 7. 5: Περὶ ἄλλων παραγωγῶν ἴδε Σχόλ. εἰς Πλάτ. Πολ. 451Α.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />Adrasteia :<br /><b>1</b> <i>litt.</i> « l’inévitable », <i>ép. de Némésis</i> ; προσκυνεῖν τὴν Ἀδράστειαν ESCHL se prosterner devant Adrasteia, <i>càd</i> conjurer la jalousie des dieux en faisant acte d’humilité;<br /><b>2</b> <i>ville de Mysie</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἄδραστος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. Ἀδρήστεια, ἡ, (ἀ- priv., διδράσκω) title of Nemesis, A.Pr.936, cf. Pl.R.451a, etc. 2 fabulous plant, Ps.-Plu.Fluv.18.13.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀδράστεια: Ἰων. Ἀδρήστεια, ἡ, ὄνομα τῆς Νεμέσεως, ἐκ βωμοῦ ἱδρυθέντος αὐτῇ ὑπὸ τοῦ Ἀδράστου, πρῶτον παρ’ Αἰσχύλ. Προ. 936· ἴδε Βλώμφ. Γλωσσ. καὶ πρβλ. προσκυνέω. (Ἐκ τοῦ α στερητ. καὶ τοῦ διδράσκω, = ἀναπόδραστος, Ἀδράστειαν δὲ ἀναπόδραστον αἰτίαν οὖσαν κατὰ φύσιν, Ἀριστ. Κόσμ. 7. 5: Περὶ ἄλλων παραγωγῶν ἴδε Σχόλ. εἰς Πλάτ. Πολ. 451Α.).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Adrasteia :
1 litt. « l’inévitable », ép. de Némésis ; προσκυνεῖν τὴν Ἀδράστειαν ESCHL se prosterner devant Adrasteia, càd conjurer la jalousie des dieux en faisant acte d’humilité;
2 ville de Mysie.
Étymologie: ἄδραστος.