ἐπεισβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr

Menander, Monostichoi, 402
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεισβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ, βάλλω ἢ [[χύνω]] ἐντὸς ἄλλου, προσθέτω, ἀλλ’ ἐπεισβαλεῖν ἡδὺ σκύφον τοῦδ’ ἀσθενεστέρῳ ποτῷ, ἀλλ’ [[εἶναι]] εὐχάριστον νὰ προσθέσῃ τις [[ποτήριον]] ἐκ τούτου (δηλ. τοῦ ἐκλεκτοῦ ποτοῦ) εἰς ἀσθενέστερον ποτόν, Εὐρ. Ἠλ. 498. ΙΙ. ἀμεταβ., [[εἰσβάλλω]] ἐκ νέου, Θουκ. 3. 13.
|lstext='''ἐπεισβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ, βάλλω ἢ [[χύνω]] ἐντὸς ἄλλου, προσθέτω, ἀλλ’ ἐπεισβαλεῖν ἡδὺ σκύφον τοῦδ’ ἀσθενεστέρῳ ποτῷ, ἀλλ’ [[εἶναι]] εὐχάριστον νὰ προσθέσῃ τις [[ποτήριον]] ἐκ τούτου (δηλ. τοῦ ἐκλεκτοῦ ποτοῦ) εἰς ἀσθενέστερον ποτόν, Εὐρ. Ἠλ. 498. ΙΙ. ἀμεταβ., [[εἰσβάλλω]] ἐκ νέου, Θουκ. 3. 13.
}}
{{bailly
|btext=se jeter sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσβάλλω]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισβάλλω Medium diacritics: ἐπεισβάλλω Low diacritics: επεισβάλλω Capitals: ΕΠΕΙΣΒΑΛΛΩ
Transliteration A: epeisbállō Transliteration B: epeisballō Transliteration C: epeisvallo Beta Code: e)peisba/llw

English (LSJ)

   A throw into besides, ποτῷ E.El.498.    II intr., invade again, Th.3.13; of a double attack of fever, Gal.7.352; simply, attack, τῇ ἀγέλῃ Palaeph.1.

German (Pape)

[Seite 911] (s. βάλλω), – 1) noch dazu hineinwerfen, legen, σκύφον ποτῷ Eur. El. 499. – 2) einen Einfall machen; Thuc. 3, 15; τῇ ἀγέλῃ Palaeph. 1, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισβάλλω: μέλλ. -βᾰλῶ, βάλλω ἢ χύνω ἐντὸς ἄλλου, προσθέτω, ἀλλ’ ἐπεισβαλεῖν ἡδὺ σκύφον τοῦδ’ ἀσθενεστέρῳ ποτῷ, ἀλλ’ εἶναι εὐχάριστον νὰ προσθέσῃ τις ποτήριον ἐκ τούτου (δηλ. τοῦ ἐκλεκτοῦ ποτοῦ) εἰς ἀσθενέστερον ποτόν, Εὐρ. Ἠλ. 498. ΙΙ. ἀμεταβ., εἰσβάλλω ἐκ νέου, Θουκ. 3. 13.

French (Bailly abrégé)

se jeter sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, εἰσβάλλω.