συνασπίζω: Difference between revisions
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
(6_13a) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνασπίζω''': μέλλ. -ιῶ (ἴδε προηγούμ.)· εἶμαι [[συνασπιστής]], [[συστρατιώτης]] (ἴδε [[συνασπιστής]]), Εὐρ. Κύκλ. 39· [[ὑποστηρίζω]], τινὶ Ρήτορες (Walz) 7. 355. ― Μέσ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 328. ΙΙ. = [[συνασπιδόω]], Πολύβ. 4. 64, 6, κτλ.· [[μάχομαι]] πλησίον τινός, παραπλεύρως, ἐπί τινα Λουκ. Ἁλ. 1· σ. τισί, ἵσταμαι ἐν γραμμῇ μετ’ αὐτῶν, Διόδ. 17. 84, πρβλ. 4. 16. 2) μεταβατ., σ. τοὺς μετ’ [[αὐτοῦ]], σχηματίζει αὐτοὺς εἰς πυκνὴν παράταξιν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 1, 5. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 11. | |lstext='''συνασπίζω''': μέλλ. -ιῶ (ἴδε προηγούμ.)· εἶμαι [[συνασπιστής]], [[συστρατιώτης]] (ἴδε [[συνασπιστής]]), Εὐρ. Κύκλ. 39· [[ὑποστηρίζω]], τινὶ Ρήτορες (Walz) 7. 355. ― Μέσ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 328. ΙΙ. = [[συνασπιδόω]], Πολύβ. 4. 64, 6, κτλ.· [[μάχομαι]] πλησίον τινός, παραπλεύρως, ἐπί τινα Λουκ. Ἁλ. 1· σ. τισί, ἵσταμαι ἐν γραμμῇ μετ’ αὐτῶν, Διόδ. 17. 84, πρβλ. 4. 16. 2) μεταβατ., σ. τοὺς μετ’ [[αὐτοῦ]], σχηματίζει αὐτοὺς εἰς πυκνὴν παράταξιν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 1, 5. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=marcher les boucliers serrés l’un contre l’autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀσπίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -ιῶ Hsch.:— to be a shield-fellow or comrade, E.Cyc.39; second or support, τινι Sch. Hermog. in Rh.7.353 W.:—Med., S.E.M.7.328 (metaph.). II = συνασπιδόω, Plb.4.64.6, Phld.Ir.p.52 W., Plu.Rom.18, Ascl.Tact. 4.1, etc.; fight side by side, ἐπί τινα Luc.Pisc.1; σ. τισί stand in line with them, D.S.17.84, cf. 4.16. III trans., σ. τοὺς μετ' αὐτοῦ forms them in close order, J.BJ4.1.5.
German (Pape)
[Seite 1005] die Schilde zusammenhalten, mit dicht an einander gehaltenen Schilden in geschlossenen Reihen stehen; Pol. 4, 64, 6. 12, 21, 3; Plut. Rom. 18; Luc. pisc. 1. – Ueberh. Jemandes Gefährte sein, Βακχίῳ συνασπίζοντες, Eur. Cycl. 39; ἀλλήλοις, Strab. 3, 4, 5; so auch med., S. Emp. adv. log. 1, 328.
Greek (Liddell-Scott)
συνασπίζω: μέλλ. -ιῶ (ἴδε προηγούμ.)· εἶμαι συνασπιστής, συστρατιώτης (ἴδε συνασπιστής), Εὐρ. Κύκλ. 39· ὑποστηρίζω, τινὶ Ρήτορες (Walz) 7. 355. ― Μέσ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 328. ΙΙ. = συνασπιδόω, Πολύβ. 4. 64, 6, κτλ.· μάχομαι πλησίον τινός, παραπλεύρως, ἐπί τινα Λουκ. Ἁλ. 1· σ. τισί, ἵσταμαι ἐν γραμμῇ μετ’ αὐτῶν, Διόδ. 17. 84, πρβλ. 4. 16. 2) μεταβατ., σ. τοὺς μετ’ αὐτοῦ, σχηματίζει αὐτοὺς εἰς πυκνὴν παράταξιν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 1, 5. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 11.
French (Bailly abrégé)
marcher les boucliers serrés l’un contre l’autre.
Étymologie: σύν, ἀσπίζω.