εἰσπλέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσπλέω''': μέλλ. -πλεύσομαι, [[εἰσέρχομαι]] [[πλέων]], εἰς τόπον Θουκ. 2. 86, 89, κτλ.˙ ποιητ. μετ’ αἰτιατ., Σοφ. Ο. Τ. 423 (ἴδε ἐν λ. [[ἄνορμος]]), Εὐρ. Ι. Τ. 1389˙ οὕτω καὶ Θουκ. 1. 24. 2) ἀπολ., [[πλέω]] μέσα εἰς, ἐπ’ ἀριστερὰ εἰσπλέοντι, εἰς τὰ ἀριστερὰ τοῦ εἰσπλέοντος, Ἡρόδ. 6. 33˙ ναυσὶ ταῖς μεγίσταις ἱκανὸν εἰσπλεῖν, Πλάτ. Κριτί. 115DϏ τοὺς τ’ ἐκπλέοντας εἰσπλέοντάς τ’ ὄψεται [[Πλάτων]] Κωμικὸς ἐν Πλουτ. Θεμιστ. 32˙ οὐδὲν εἰσπλεῖ τισι, οὐδὲν εἰσέρχεται εἰς τὸν λιμένα αὐτῶν, Θουκ. 3. 51, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 29˙ ἐπὶ σίτου, εἰσάγομαι, Δημ. 466. 24.
|lstext='''εἰσπλέω''': μέλλ. -πλεύσομαι, [[εἰσέρχομαι]] [[πλέων]], εἰς τόπον Θουκ. 2. 86, 89, κτλ.˙ ποιητ. μετ’ αἰτιατ., Σοφ. Ο. Τ. 423 (ἴδε ἐν λ. [[ἄνορμος]]), Εὐρ. Ι. Τ. 1389˙ οὕτω καὶ Θουκ. 1. 24. 2) ἀπολ., [[πλέω]] μέσα εἰς, ἐπ’ ἀριστερὰ εἰσπλέοντι, εἰς τὰ ἀριστερὰ τοῦ εἰσπλέοντος, Ἡρόδ. 6. 33˙ ναυσὶ ταῖς μεγίσταις ἱκανὸν εἰσπλεῖν, Πλάτ. Κριτί. 115DϏ τοὺς τ’ ἐκπλέοντας εἰσπλέοντάς τ’ ὄψεται [[Πλάτων]] Κωμικὸς ἐν Πλουτ. Θεμιστ. 32˙ οὐδὲν εἰσπλεῖ τισι, οὐδὲν εἰσέρχεται εἰς τὸν λιμένα αὐτῶν, Θουκ. 3. 51, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 29˙ ἐπὶ σίτου, εἰσάγομαι, Δημ. 466. 24.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> εἰσπλεύσομαι, <i>ao.</i> εἰσέπλευσα;<br /><b>1</b> entrer en naviguant dans;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> entrer dans le port, être importé.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[πλέω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσπλέω Medium diacritics: εἰσπλέω Low diacritics: εισπλέω Capitals: ΕΙΣΠΛΕΩ
Transliteration A: eispléō Transliteration B: eispleō Transliteration C: eispleo Beta Code: ei)sple/w

English (LSJ)

fut. -πλεύσμαι,

   A sail into, enter, ἐς τὰ στενά Th.2.86, cf. 89, etc.: poet. c. acc., E.IT1389: c. acc. et dat., ὑμέναιον δόμοις εἰσέπλευσας S.OT423.    2 abs., sail in, ἐπ' ἀριστερὰ ἐσπλέοντι as one sails in, Hdt.6.33; στόμα ναυσὶ ταῖς μεγίσταις ἱκανὸν εἰσπλεῖν Pl.Criti.115d; εἰσπλέοντας ἐκπλέοντάς τε Pl.Com.183; Μεγαρεῦσι μηδὲν ἐσπλεῖν Th.3.51, cf. X.HG2.4.29; of corn, to be imported, D. 20.31.

German (Pape)

[Seite 745] (s. πλέω), hineinsegeln, hineinfahren; Her. 6, 33; εἴς τι, Thuc. 2, 89, u. öfter auch Folgde; auffallend Ἰόνιον κόλπον εἰσπλέοντι Thuc. 1, 24, wo aber D. Hal. εἰς κόλπον las; vgl. Soph. O. R. 423 u. Eur. I. T. 1389. Auch ὅπως μηδὲν εἰσπλέοι τῶν ἐπιτηδείων, Xen. Hell. 2, 4, 29, zu Wasser ankommen, wie ὁ σῖτος εἰσπλέων Dem. 20, 31, neben ἐπείσακτος u. ἀφικνούμενος. Vgl. Antiphan. Ath. VIII, 342 e (v. 13) u. Thuc. 3, 51.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι, εἰσέρχομαι πλέων, εἰς τόπον Θουκ. 2. 86, 89, κτλ.˙ ποιητ. μετ’ αἰτιατ., Σοφ. Ο. Τ. 423 (ἴδε ἐν λ. ἄνορμος), Εὐρ. Ι. Τ. 1389˙ οὕτω καὶ Θουκ. 1. 24. 2) ἀπολ., πλέω μέσα εἰς, ἐπ’ ἀριστερὰ εἰσπλέοντι, εἰς τὰ ἀριστερὰ τοῦ εἰσπλέοντος, Ἡρόδ. 6. 33˙ ναυσὶ ταῖς μεγίσταις ἱκανὸν εἰσπλεῖν, Πλάτ. Κριτί. 115DϏ τοὺς τ’ ἐκπλέοντας εἰσπλέοντάς τ’ ὄψεται Πλάτων Κωμικὸς ἐν Πλουτ. Θεμιστ. 32˙ οὐδὲν εἰσπλεῖ τισι, οὐδὲν εἰσέρχεται εἰς τὸν λιμένα αὐτῶν, Θουκ. 3. 51, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 29˙ ἐπὶ σίτου, εἰσάγομαι, Δημ. 466. 24.

French (Bailly abrégé)

f. εἰσπλεύσομαι, ao. εἰσέπλευσα;
1 entrer en naviguant dans;
2 abs. entrer dans le port, être importé.
Étymologie: εἰς, πλέω.