ἐξομόργνυμι: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξομόργνῡμι''': μέλλ. ἐξομόρξω: ― [[σπογγίζω]] ἀπό τινος, ἔκ τ’ ὄμορξον στόματος... πέλανον Εὐρ. Ὀρ. 219. ― Μέσ., [[ἀποπλύνω]] ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[ἀποβάλλω]] [[μίασμα]], νασμοῖσι, δι’ ὕδατος, Εὐρ. Ἱππ. 653· ἀλλ’ [[αἷμα]] μὴ σοῖς ἐξομόρξομαι πέπλοις, ἀλλὰ [[μήπως]] σπογγίσω τὸ [[αἷμα]] μὲ τὰ ἐνδύματά σου, δηλ. [[μήπως]] [[μολύνω]] αὐτὰ διὰ τοῦ αἵματος, ὁ αὐτὸς Ἡρ. Μαιν. 1399, πρβλ. Ἠλ. 502. ΙΙ. μεταφ., μηδ’ ἐξομόρξει μωρίαν τὴν σὴν ἐμοί, [[μηδὲ]] σπογγίζων τὴν μωρίαν σου [[ἐπάνω]] μου μὲ πασαλείψῃς μὲ αὐτὴν, ὁ αὐτ. Βάκχ. 344, παρῳδεῖται ὑπὸ Ἀριστοφ. ἐν Ἀχαρν. 843, οὐδ’ ἐξομόρξεται Πρέπις τὴν εὐρυπρωκτίαν σοι. 2) = ἀπομάττομαι, ἀποτυπῶ τι εἴς τι, ἃ ἑκάστῳ ἡ [[πρᾶξις]] [[αὐτοῦ]] ἐξωμόρξατο εἰς τὴν ψυχὴν Πλάτ. Γοργ. 525Α, πρβλ. Νόμους 775D, καὶ ἴδε Ruhnk. ἐν Τιμαίῳ.
|lstext='''ἐξομόργνῡμι''': μέλλ. ἐξομόρξω: ― [[σπογγίζω]] ἀπό τινος, ἔκ τ’ ὄμορξον στόματος... πέλανον Εὐρ. Ὀρ. 219. ― Μέσ., [[ἀποπλύνω]] ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[ἀποβάλλω]] [[μίασμα]], νασμοῖσι, δι’ ὕδατος, Εὐρ. Ἱππ. 653· ἀλλ’ [[αἷμα]] μὴ σοῖς ἐξομόρξομαι πέπλοις, ἀλλὰ [[μήπως]] σπογγίσω τὸ [[αἷμα]] μὲ τὰ ἐνδύματά σου, δηλ. [[μήπως]] [[μολύνω]] αὐτὰ διὰ τοῦ αἵματος, ὁ αὐτὸς Ἡρ. Μαιν. 1399, πρβλ. Ἠλ. 502. ΙΙ. μεταφ., μηδ’ ἐξομόρξει μωρίαν τὴν σὴν ἐμοί, [[μηδὲ]] σπογγίζων τὴν μωρίαν σου [[ἐπάνω]] μου μὲ πασαλείψῃς μὲ αὐτὴν, ὁ αὐτ. Βάκχ. 344, παρῳδεῖται ὑπὸ Ἀριστοφ. ἐν Ἀχαρν. 843, οὐδ’ ἐξομόρξεται Πρέπις τὴν εὐρυπρωκτίαν σοι. 2) = ἀπομάττομαι, ἀποτυπῶ τι εἴς τι, ἃ ἑκάστῳ ἡ [[πρᾶξις]] [[αὐτοῦ]] ἐξωμόρξατο εἰς τὴν ψυχὴν Πλάτ. Γοργ. 525Α, πρβλ. Νόμους 775D, καὶ ἴδε Ruhnk. ἐν Τιμαίῳ.
}}
{{bailly
|btext=marquer une empreinte;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐξομόργνυμαι;<br /><b>1</b> pressurer qch de soi;<br /><b>2</b> marquer son empreinte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὀμόργνυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξομόργνῡμι Medium diacritics: ἐξομόργνυμι Low diacritics: εξομόργνυμι Capitals: ΕΞΟΜΟΡΓΝΥΜΙ
Transliteration A: exomórgnymi Transliteration B: exomorgnymi Transliteration C: eksomorgnymi Beta Code: e)como/rgnumi

English (LSJ)

fut. ἐξομόρξω,

   A wipe off from, ἐκ δ' ὄμορξον στόματος πέλανον E.Or.219:—Med., wipe off from, purge away a pollution, νασμοῖσι with water, Id.Hipp.653; αἷμα ἐξομόρξασθαι πέπλοις wipe off blood on your garments, Id.HF1399, cf. El.502.    II metaph., ἐξομόρξασθαί τινι μωρίαν wipe off one's folly on another, i.e. give him part of it, Id.Ba.344, parodied by Ar.Ach.843.    2 = ἀπομάττομαι, stamp or imprint upon, ἃ ἑκάστη ἡ πρᾶξις αὐτοῦ ἐξωμόρξατο εἰς τὴν ψυχήν Pl.Grg.525a, cf. Lg.775d, prob. in Chaerem.14.15.

German (Pape)

[Seite 886] (s. ὀμόργνυμι), auswischen, abwischen, reinigen; ἐκ δ' ὄμορξον ἀθλίου στόματος ἀφρώδη πέλανον Eur. Or. 219; im med., αἷμα πέπλοις, sich das Blut am Gewande abwischen, Herc. Fur. 1399; übertr., μωρίαν τὴν σὴν ἐμοί Bacch. 344, d. i. mich mit deiner Thorheit beflecken, anstecken; kom. Ar. τὴν εὐρυπρωκτίαν σοι Ach. 843; so auch ἃ ἑκάστῳ ἡ πρᾶξις αὐτοῦ ἐξωμόρξατο εἰς τὴν ψυχήν, in die Seele abgedrückt, darin ausgeprägt hat, Plat. Gorg. 525 a, vgl. Legg. VI, 775 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξομόργνῡμι: μέλλ. ἐξομόρξω: ― σπογγίζω ἀπό τινος, ἔκ τ’ ὄμορξον στόματος... πέλανον Εὐρ. Ὀρ. 219. ― Μέσ., ἀποπλύνω ἀπ’ ἐμαυτοῦ, ἀποβάλλω μίασμα, νασμοῖσι, δι’ ὕδατος, Εὐρ. Ἱππ. 653· ἀλλ’ αἷμα μὴ σοῖς ἐξομόρξομαι πέπλοις, ἀλλὰ μήπως σπογγίσω τὸ αἷμα μὲ τὰ ἐνδύματά σου, δηλ. μήπως μολύνω αὐτὰ διὰ τοῦ αἵματος, ὁ αὐτὸς Ἡρ. Μαιν. 1399, πρβλ. Ἠλ. 502. ΙΙ. μεταφ., μηδ’ ἐξομόρξει μωρίαν τὴν σὴν ἐμοί, μηδὲ σπογγίζων τὴν μωρίαν σου ἐπάνω μου μὲ πασαλείψῃς μὲ αὐτὴν, ὁ αὐτ. Βάκχ. 344, παρῳδεῖται ὑπὸ Ἀριστοφ. ἐν Ἀχαρν. 843, οὐδ’ ἐξομόρξεται Πρέπις τὴν εὐρυπρωκτίαν σοι. 2) = ἀπομάττομαι, ἀποτυπῶ τι εἴς τι, ἃ ἑκάστῳ ἡ πρᾶξις αὐτοῦ ἐξωμόρξατο εἰς τὴν ψυχὴν Πλάτ. Γοργ. 525Α, πρβλ. Νόμους 775D, καὶ ἴδε Ruhnk. ἐν Τιμαίῳ.

French (Bailly abrégé)

marquer une empreinte;
Moy. ἐξομόργνυμαι;
1 pressurer qch de soi;
2 marquer son empreinte.
Étymologie: ἐξ, ὀμόργνυμι.