καρόω: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰρόω''': μέλλ. -ώσω, [[βυθίζω]] εἰς βαθὺν [[ὕπνον]], ναρκώνω, πληγαὶ καροῦσαι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 797· ἐπὶ οἴνου, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ἀγροίκοις» 2, πρβλ. Ἀθήν. 33Α· ὀδμὴ καροῦσα, ὀσμὴ ναρκοῦσα, ἐπιφέρουσα ἀναισθησίαν, [[αὐτόθι]] 675D. - Παθ., [[αἰσθάνομαι]] βάρος ἐν τῇ κεφαλῇ, ναρκοῦμαι ὑπὸ βροντῆς, ἐπί τινων ἰχθύων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 1· ὑπὸ μύρου, ἐπὶ μελισσῶν, ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 21· καρούμενοι ὑπὸ τῶν εὐωδιῶν Στράβ. 778· θανάτῳ κεκαρωμένος Θεόκρ. 24. 58· τραύμασι Διον. Ἁλ. 3. 19· τὴν διάνοιαν ὁ αὐτ. π. Θουκ. 34· πρβλ. [[χαρακόω]]. | |lstext='''κᾰρόω''': μέλλ. -ώσω, [[βυθίζω]] εἰς βαθὺν [[ὕπνον]], ναρκώνω, πληγαὶ καροῦσαι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 797· ἐπὶ οἴνου, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ἀγροίκοις» 2, πρβλ. Ἀθήν. 33Α· ὀδμὴ καροῦσα, ὀσμὴ ναρκοῦσα, ἐπιφέρουσα ἀναισθησίαν, [[αὐτόθι]] 675D. - Παθ., [[αἰσθάνομαι]] βάρος ἐν τῇ κεφαλῇ, ναρκοῦμαι ὑπὸ βροντῆς, ἐπί τινων ἰχθύων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 1· ὑπὸ μύρου, ἐπὶ μελισσῶν, ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 21· καρούμενοι ὑπὸ τῶν εὐωδιῶν Στράβ. 778· θανάτῳ κεκαρωμένος Θεόκρ. 24. 58· τραύμασι Διον. Ἁλ. 3. 19· τὴν διάνοιαν ὁ αὐτ. π. Θουκ. 34· πρβλ. [[χαρακόω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἐκάρωσα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐκαρώθην, <i>pf.</i> κεκάρωμαι;<br />plonger dans un sommeil pesant ; engourdir, hébéter.<br />'''Étymologie:''' [[καρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
A plunge into deep sleep or torpor, stun, stupefy, πληγαὶ καροῦσαι Hp.Art.30; of wine, Antipho Soph.34, Anaxandr.3, cf. Ath.1.33a; ὀδμὴ καροῦσα a stupefying smell, Id.15.675d:—Pass., to be stupefied, ὑπὸ βροντῆς, of certain fish, Arist.HA602b23; ὑπὸ μύρου, of bees, Id.Mir.832a3; ὑπὸ τῶν εὐωδιῶν Str.16.4.19; θανάτῳ κεκαρωμένα . . πέλωρα Theoc.24.59; τραύμασι D.H.3.19, cf. Plu.Art.11; τὴν διάνοιαν D.H.Th.34; of drunken sleep, LXXJe.28(51).39.
German (Pape)
[Seite 1328] in schweren, tiefen Schlaf versenken, betäuben; καροῦσθαι ὑπὸ βροντῆς Arist. H. A. 8, 20; θανάτῳ κεκαρωμένος Theocr. 24, 58; τραύμασιν D. Hal. 3, 19; vom Weine Ath. I, 33 a; Anaxandrid. bei Ath. XI, 481 f; vom Geruch, Ath. XV, 675 d; erstarren, von einer Schlange, S. Emp. pyrrh. 1, 58.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρόω: μέλλ. -ώσω, βυθίζω εἰς βαθὺν ὕπνον, ναρκώνω, πληγαὶ καροῦσαι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 797· ἐπὶ οἴνου, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ἀγροίκοις» 2, πρβλ. Ἀθήν. 33Α· ὀδμὴ καροῦσα, ὀσμὴ ναρκοῦσα, ἐπιφέρουσα ἀναισθησίαν, αὐτόθι 675D. - Παθ., αἰσθάνομαι βάρος ἐν τῇ κεφαλῇ, ναρκοῦμαι ὑπὸ βροντῆς, ἐπί τινων ἰχθύων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 1· ὑπὸ μύρου, ἐπὶ μελισσῶν, ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 21· καρούμενοι ὑπὸ τῶν εὐωδιῶν Στράβ. 778· θανάτῳ κεκαρωμένος Θεόκρ. 24. 58· τραύμασι Διον. Ἁλ. 3. 19· τὴν διάνοιαν ὁ αὐτ. π. Θουκ. 34· πρβλ. χαρακόω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἐκάρωσα;
Pass. ao. ἐκαρώθην, pf. κεκάρωμαι;
plonger dans un sommeil pesant ; engourdir, hébéter.
Étymologie: καρός.