συνωθέω: Difference between revisions

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνωθέω''': μέλλ. -ωθήσω καὶ -ώσω, ὠθῶ [[ὁμοῦ]], στρυμώνω, σπρώχνω [[ὁμοῦ]], τὰ σμικρὰ εἰς τὰ τῶν μεγάλων διάκενα Πλάτ. Τίμ. 58Β· εἰς ταὐτὸν [[αὐτόθι]] 53Α· εἰς μικρὸν Ἀριστ. π. Ἀναπν. 20. 2· πρὸς τὸν πόλον ὡς εἰς στενώτατον Ξενοφ. Οἰκον. 18. 8· ἐπὶ τὸ στρατεύεσθαι Ἀριστοκλ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 791Β· ― Παθητ., ξυνέωσται εἰς αὐτὸ Πλάτ. Τίμ. 59Ε· ξυνωσθεῖσα [[αὐτόθι]] 85Ε. ΙΙ. ἀμετάβ., διὰ τῆς βίας [[διέρχομαι]] [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. π. Θαυμασ. 99.
|lstext='''συνωθέω''': μέλλ. -ωθήσω καὶ -ώσω, ὠθῶ [[ὁμοῦ]], στρυμώνω, σπρώχνω [[ὁμοῦ]], τὰ σμικρὰ εἰς τὰ τῶν μεγάλων διάκενα Πλάτ. Τίμ. 58Β· εἰς ταὐτὸν [[αὐτόθι]] 53Α· εἰς μικρὸν Ἀριστ. π. Ἀναπν. 20. 2· πρὸς τὸν πόλον ὡς εἰς στενώτατον Ξενοφ. Οἰκον. 18. 8· ἐπὶ τὸ στρατεύεσθαι Ἀριστοκλ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 791Β· ― Παθητ., ξυνέωσται εἰς αὐτὸ Πλάτ. Τίμ. 59Ε· ξυνωσθεῖσα [[αὐτόθι]] 85Ε. ΙΙ. ἀμετάβ., διὰ τῆς βίας [[διέρχομαι]] [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. π. Θαυμασ. 99.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> συνωθήσω <i>ou</i> συνώσω, <i>ao.</i> συνέωσα, <i>etc.</i><br />pousser <i>ou</i> presser ensemble, <i>avec</i> [[εἰς]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὠθέω]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνωθέω Medium diacritics: συνωθέω Low diacritics: συνωθέω Capitals: ΣΥΝΩΘΕΩ
Transliteration A: synōthéō Transliteration B: synōtheō Transliteration C: synotheo Beta Code: sunwqe/w

English (LSJ)

   A force together, compress forcibly, τὰ σμικρὰ εἰς τὰ τῶν μεγάλων διάκενα Pl.Ti.58b; τὰ ὁμοιότατα μάλιστ' εἰς ταὐτόν ib.53a; πρὸς τὸν πόλον ὡς εἰς στενότατον X.Oec.18.8; τὸ πνεῦμα κατέχειν καὶ πρὸς τὴν λαγόνα συνωθεῖν Sor.2.59; ἡ φύσις . . σ. τὸπῦον εἰς τὰς παρακειμένας χώρας Gal.18(2).103:—Pass., συνέωσται εἰς αὑτό Pl.Ti.59e; συνωσθεῖσα ib.85e; εἰς μικρόν Arist.Resp.479b24; διὰ τὸ συνωθεῖσθαι πλεῖστον ἀέρα πρὸς ἄρκτον Thphr.Vent.2, cf. 53.    2 help to propel, βολήν App.Hann.22.    II intr., force one's way in or rush in, Arist.Mir.838b8; ἐπὶ τὸ στρατεύεσθαι Epicur.Fr.171 (nisi leg. ὁρμῆσαι).

Greek (Liddell-Scott)

συνωθέω: μέλλ. -ωθήσω καὶ -ώσω, ὠθῶ ὁμοῦ, στρυμώνω, σπρώχνω ὁμοῦ, τὰ σμικρὰ εἰς τὰ τῶν μεγάλων διάκενα Πλάτ. Τίμ. 58Β· εἰς ταὐτὸν αὐτόθι 53Α· εἰς μικρὸν Ἀριστ. π. Ἀναπν. 20. 2· πρὸς τὸν πόλον ὡς εἰς στενώτατον Ξενοφ. Οἰκον. 18. 8· ἐπὶ τὸ στρατεύεσθαι Ἀριστοκλ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 791Β· ― Παθητ., ξυνέωσται εἰς αὐτὸ Πλάτ. Τίμ. 59Ε· ξυνωσθεῖσα αὐτόθι 85Ε. ΙΙ. ἀμετάβ., διὰ τῆς βίας διέρχομαι ὁμοῦ, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 99.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. συνωθήσω ou συνώσω, ao. συνέωσα, etc.
pousser ou presser ensemble, avec εἰς et l’acc..
Étymologie: σύν, ὠθέω.