ἀναδασμός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναδασμός''': ὁ, ([[ἀναδάσασθαι]]) ἡ ἐκ νέου [[διανομή]], «ξαναμοίρασμα», διαμοιρασμὸς τῆς γῆς μεταξὺ ἀποίκων, Ἡρόδ. 4. 159, 163· ἰδίως ὡς [[μέτρον]] δημοκρατικὸν πρὸς ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τῶν χρεῶν (πρβλ. [[ἀναδατέομαι]], [[ἀνάδαστος]]), Πλάτ. Πολ. 566Α, Δημ. 215, 25., 746. 25.
|lstext='''ἀναδασμός''': ὁ, ([[ἀναδάσασθαι]]) ἡ ἐκ νέου [[διανομή]], «ξαναμοίρασμα», διαμοιρασμὸς τῆς γῆς μεταξὺ ἀποίκων, Ἡρόδ. 4. 159, 163· ἰδίως ὡς [[μέτρον]] δημοκρατικὸν πρὸς ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τῶν χρεῶν (πρβλ. [[ἀναδατέομαι]], [[ἀνάδαστος]]), Πλάτ. Πολ. 566Α, Δημ. 215, 25., 746. 25.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />nouveau partage de terres.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναδαίω]]².
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναδασμός Medium diacritics: ἀναδασμός Low diacritics: αναδασμός Capitals: ΑΝΑΔΑΣΜΟΣ
Transliteration A: anadasmós Transliteration B: anadasmos Transliteration C: anadasmos Beta Code: a)nadasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A redistribution, partition of land, among colonists, Hdt.4.159, 163; as a revolutionary measure, freq. coupled with χρεῶν ἀποκοπαί, Pl.R. 566a, D.17.15, Jusj. ap. eund.24.149, SIG526.22 (Itanos).

German (Pape)

[Seite 185] ὁ, Vertheilung, bes. neue V. des Landes zu gleichen Theilen (s. ἀναδαίω), γῆς, Her. 4. 163; Plat. Rep. VIII, 566 e; Dem. 24, 149, im Heliasteneid, u. sonst. Ebenso ohne γῆς, Pol. 4, 81.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδασμός: ὁ, (ἀναδάσασθαι) ἡ ἐκ νέου διανομή, «ξαναμοίρασμα», διαμοιρασμὸς τῆς γῆς μεταξὺ ἀποίκων, Ἡρόδ. 4. 159, 163· ἰδίως ὡς μέτρον δημοκρατικὸν πρὸς ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τῶν χρεῶν (πρβλ. ἀναδατέομαι, ἀνάδαστος), Πλάτ. Πολ. 566Α, Δημ. 215, 25., 746. 25.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
nouveau partage de terres.
Étymologie: ἀναδαίω².