ἱμαντόδεσμος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
(6_14)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱμαντόδεσμος''': ὁ, [[δερμάτινος]] [[δεσμός]], Ἡσύχ. ἐν λ. ζεύγλας.
|lstext='''ἱμαντόδεσμος''': ὁ, [[δερμάτινος]] [[δεσμός]], Ἡσύχ. ἐν λ. ζεύγλας.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱμαντόδεσμος]], ὁ (Α)<br />[[δερμάτινος]] [[δεσμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμαντόδεσμος Medium diacritics: ἱμαντόδεσμος Low diacritics: ιμαντόδεσμος Capitals: ΙΜΑΝΤΟΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: himantódesmos Transliteration B: himantodesmos Transliteration C: imantodesmos Beta Code: i(manto/desmos

English (LSJ)

[ῐ], ὁ,

   A leathern band, Hsch. s.v. ζεύγλας.

German (Pape)

[Seite 1252] ὁ, Band von Riemen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμαντόδεσμος: ὁ, δερμάτινος δεσμός, Ἡσύχ. ἐν λ. ζεύγλας.

Greek Monolingual

ἱμαντόδεσμος, ὁ (Α)
δερμάτινος δεσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + δεσμός.