ἀσκαλώπας: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(6_14) |
(big3_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσκαλώπας''': ὁ, [[εἶδος]] πτηνοῦ [[ὅπερ]] ὁ Ἀριστοτέλης (Ἱστ. Ζ. 9. 26) περιγράφει λεπτομερῶς ὡς ἑξῆς: [[ἀσκαλώπας]] δ’ ἐν τοῖς κήποις ἁλίσκεται ἕρκεσιν· τὸ [[μέγεθος]] ὅσον ἀλεκτορίς, τὸ [[ῥύγχος]] [[μακρόν]], τὸ [[χρῶμα]] ὅμοιον ἀτταγῆνι· τρέχει δὲ ταχὺ καὶ φιλάνθρωπόν ἐστιν ἐπιεικῶς. - ἐν Κρήτῃ [[τανῦν]] [[εἶδος]] γλαυκὸς ὀνομάζεται σκλῶπα. | |lstext='''ἀσκαλώπας''': ὁ, [[εἶδος]] πτηνοῦ [[ὅπερ]] ὁ Ἀριστοτέλης (Ἱστ. Ζ. 9. 26) περιγράφει λεπτομερῶς ὡς ἑξῆς: [[ἀσκαλώπας]] δ’ ἐν τοῖς κήποις ἁλίσκεται ἕρκεσιν· τὸ [[μέγεθος]] ὅσον ἀλεκτορίς, τὸ [[ῥύγχος]] [[μακρόν]], τὸ [[χρῶμα]] ὅμοιον ἀτταγῆνι· τρέχει δὲ ταχὺ καὶ φιλάνθρωπόν ἐστιν ἐπιεικῶς. - ἐν Κρήτῃ [[τανῦν]] [[εἶδος]] γλαυκὸς ὀνομάζεται σκλῶπα. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=ὁ<br />orn. [[becada]], [[Scolopax rusticola]] Arist.<i>HA</i> 617<sup>b</sup>23. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 21 August 2017
English (LSJ)
ὁ, prob.
A woodcock, Scolopax ruricola, Arist.HA617b23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκαλώπας: ὁ, εἶδος πτηνοῦ ὅπερ ὁ Ἀριστοτέλης (Ἱστ. Ζ. 9. 26) περιγράφει λεπτομερῶς ὡς ἑξῆς: ἀσκαλώπας δ’ ἐν τοῖς κήποις ἁλίσκεται ἕρκεσιν· τὸ μέγεθος ὅσον ἀλεκτορίς, τὸ ῥύγχος μακρόν, τὸ χρῶμα ὅμοιον ἀτταγῆνι· τρέχει δὲ ταχὺ καὶ φιλάνθρωπόν ἐστιν ἐπιεικῶς. - ἐν Κρήτῃ τανῦν εἶδος γλαυκὸς ὀνομάζεται σκλῶπα.
Spanish (DGE)
ὁ
orn. becada, Scolopax rusticola Arist.HA 617b23.