παμῶχος: Difference between revisions
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
(6_14) |
(30) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾱμῶχος''': ὁ, Δωρ. ἀντὶ παμοῦχος, «ὁ [[κύριος]]» Ἡσύχ.. - οὕτω, πᾱμωχέω, [[κατέχω]] κέκτημαι, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 168. ὁ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] ἔχει παμωχίων = κεκτημένος. | |lstext='''πᾱμῶχος''': ὁ, Δωρ. ἀντὶ παμοῦχος, «ὁ [[κύριος]]» Ἡσύχ.. - οὕτω, πᾱμωχέω, [[κατέχω]] κέκτημαι, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 168. ὁ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] ἔχει παμωχίων = κεκτημένος. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παμῶχος]], ὁ (Α)<br />[[κάτοχος]], [[κύριος]], [[ιδιοκτήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πᾶμα]] «[[κτήμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>οχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 455] ὁ, dor. = παμοῦχος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πᾱμῶχος: ὁ, Δωρ. ἀντὶ παμοῦχος, «ὁ κύριος» Ἡσύχ.. - οὕτω, πᾱμωχέω, κατέχω κέκτημαι, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 168. ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἔχει παμωχίων = κεκτημένος.
Greek Monolingual
παμῶχος, ὁ (Α)
κάτοχος, κύριος, ιδιοκτήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶμα «κτήμα» + -οχος (< ἔχω)].