κίστος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
(6_15) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κίστος''': ὁ, ἴδε ἐν λέξ. [[κίσθος]]. | |lstext='''κίστος''': ὁ, ἴδε ἐν λέξ. [[κίσθος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[κίσθος]], ο (Α [[κίσθος]] και [[κίστος]])<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] βιολώδη και στην [[οικογένεια]] [[κιστίδες]] και που περιλαμβάνει 20 είδη θάμνων τα οποία [[είναι]] ιθαγενή τών χωρών της Μεσογείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίσθος]] με [[απώλεια]] της δασύτητας]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A v. κίσθος.
German (Pape)
[Seite 1443] ὁ, ein strauchartiges Gewächs mit rosenfarbener Blüthe, κίστος ἄῤῥην, u. mit weißer Blüthe, κίστος θῆλυς, Diosc.; auch κίσθος, s. oben.
Greek (Liddell-Scott)
κίστος: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. κίσθος.
Greek Monolingual
και κίσθος, ο (Α κίσθος και κίστος)
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών που ανήκει στην τάξη βιολώδη και στην οικογένεια κιστίδες και που περιλαμβάνει 20 είδη θάμνων τα οποία είναι ιθαγενή τών χωρών της Μεσογείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίσθος με απώλεια της δασύτητας].