τορνίσκος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(6_15)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τορνίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[τόρνος]], τὸν τορνίσκον λαβόντες καὶ διαστάντες Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 53.
|lstext='''τορνίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[τόρνος]], τὸν τορνίσκον λαβόντες καὶ διαστάντες Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 53.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[μικρός]] [[τόρνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόρνος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οβελ</i>-<i>ίσκος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορνίσκος Medium diacritics: τορνίσκος Low diacritics: τορνίσκος Capitals: ΤΟΡΝΙΣΚΟΣ
Transliteration A: tornískos Transliteration B: torniskos Transliteration C: torniskos Beta Code: torni/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. (in form) of τόρνος, Ph.Bel.53.4, IG11(2).161 A105 (Delos, iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1130] ὁ, dim. von τόρνος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τορνίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ τόρνος, τὸν τορνίσκον λαβόντες καὶ διαστάντες Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 53.

Greek Monolingual

ὁ, Α
μικρός τόρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόρνος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελ-ίσκος)].