ἀσπασμός: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσπασμός''': ὁ, χαιρετισμός, ἐναγκαλισμός, [[φίλημα]], Θέογν. 858· ἐν γένει χαιρετισμός, Εὐ. κ. Ματθ. κγ΄, 7, κ. Μάρκ. ιβ΄, 38. 2) [[ἀγάπη]], [[στοργή]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μῖσος]], Πλάτ. Νόμ. 919Ε. | |lstext='''ἀσπασμός''': ὁ, χαιρετισμός, ἐναγκαλισμός, [[φίλημα]], Θέογν. 858· ἐν γένει χαιρετισμός, Εὐ. κ. Ματθ. κγ΄, 7, κ. Μάρκ. ιβ΄, 38. 2) [[ἀγάπη]], [[στοργή]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μῖσος]], Πλάτ. Νόμ. 919Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />affection, tendresse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀσπάζομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A greeting, embrace, Thgn.860 (pl.); οἱ ἔσχατοι, οἱ τελευταῖοι ἀ., D.H.4.4, Ph.2.45: generally, salutation, Ev.Matt.23.7, Ev.Marc.12.38, POxy. 471.67 (ii A. D.), Gal.10.76, Prisc.p.316 D. 2 affection, opp. μῖσος, Pl.Lg.919e.
German (Pape)
[Seite 373] ὁ, Begrüßung, Umarmung, Theogn. 840; N. T.; Liebe, Ggstz μῖσος Plat. Legg. XI, 919 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπασμός: ὁ, χαιρετισμός, ἐναγκαλισμός, φίλημα, Θέογν. 858· ἐν γένει χαιρετισμός, Εὐ. κ. Ματθ. κγ΄, 7, κ. Μάρκ. ιβ΄, 38. 2) ἀγάπη, στοργή, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μῖσος, Πλάτ. Νόμ. 919Ε.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
affection, tendresse.
Étymologie: ἀσπάζομαι.